| Ένας ευσυνείδητος κι ευπρεπής ταξιδιώτης καπνίζει καρτερικά το τσιγάρο του στην άκρη του πολυσύχναστου δρόμου. Κοιτάζει τον ηλιοκαμένο άνδρα με τα καλαμπόκια που σε κάθε νίκη του πράσινου στο φανάρι ελέγχει την τσέπη του, υπό το βαρύ, αρσενικό βλέμμα του αστυφύλακα που εξασφαλίζει μιαν ευνοϊκότερη μεταχείριση μετά θάνατον, επιτρέποντας παράνομα στον πωλητή την προσπάθεια να ζήσει αξιοπρεπέστερα και στους πιτσιρικάδες να κεράσουν τις γκόμενες. Καθισμένος εγώ στο παγκάκι δίπλα απ'το συντριβάνι κι αντικρίζοντας το μειδίαμα του χρόνου στο γερασμένο αυτό πρόσωπο της κοινωνίας, οσμίζομαι το άρωμα της ήττας του ανθρώπινου μεγαλείου.
Καθώς παρατηρώ την ιδιάζουσα, καθημερινή ουδετερότητα στις εκφράσεις των προσώπων γύρω μου, αντιλαμβάνομαι την μήτρα των πάσης φύσεως ηρώων, στων οποίων την σκέψη των πράξεων ένιωθα πάντοτε ένα δέος όμοιο μ'εκείνο των κινηματογραφικών χαρακτήρων που κατόρθωναν να εξασφαλίσουν ζωές αφαιρώντας άλλες, με την δικαιολογία της κατά συνθήκη καλοσύνης. Η έξοδος από μια συνηθισμένη κατάσταση απαιτεί τουλάχιστον μία ασυνήθιστη πράξη. Και ποιος δεν θέλει, αγαπητέ, να θεωρείται ήρωας! Το κακό της υπόθεσης είναι ο παράδοξος θαυμασμός μας στην άρνηση της ζωής κι έτσι εκείνος που καθολικά επιθυμεί την ηρωοποίηση του, υποχρεώνεται η πιο ασυνήθιστη πράξη του να είναι και η στερνή. Πολλές δικαιολογίες βρίσκει κανείς για να καλύψει την μεγαλομανία που του γέννησε η ουδετερότητα` πατρίδες, θεοί, οικογένειες, ήθη, παραδόσεις... Ας είμαστε ρεαλιστές για μια στιγμή! Η ηδονή της θεοποίησής μας στους υπολοίπους, όσο λίγο κι αν διαρκεί, αξίζει για μερικά ουδέτερα έτη, δεδομένου ότι θεωρίες περί μεταθανάτιων ζωών έχουν μια τουλάχιστον αξιοπρεπή απήχηση.
Η πλατεία άρχισε να ησυχάζει βραδιάζοντας. Οι εν δυνάμει ήρωες νωχελικά βαδίζουν προς την οικιακή τους δόξα, παίρνοντας μαζί τους την μέχρι πρότινος διάχυτη ουδετερότητα. Ο φωτισμός του δήμου ανάβει διστακτικά και μέσα απ'το τρεμούλιασμα της λάμψης διακρίνω την θλιβερή μου ανυπαρξία. Τίποτα δεν αλλάζει απ'τους χτύπους της καρδιάς μου. Κανέναν ρυθμό δεν δίνουν στην φριχτή μουντάδα της ακινησίας. Είναι που σιχαίνομαι την μοιρολατρική συμπόνια κι έτσι αρνούμαι, έστω νοερά, να χαϊδέψω τον ώμο του ταξιδιώτη, του πλανόδιου, του αστυφύλακα για την αβάσταχτη δυστυχία της μάταιης κίνησης. Ίσως αυτή να ήταν η προορισμένη μου ηρωική πράξη μα ακόμα και τώρα την αρνούμαι, αφού κανείς δεν είναι εδώ να με δοξάσει. Τίποτα δεν μας χωρίζει τελικά. Αναζητούμε μιαν εικόνα υπεροχής όπως μοιάζει απ'την γωνιά της ματαιότητας που ανήκουμε. Ίδια υπεροχή με κείνη που αισθάνθηκα αποδίδοντας ύψιστη σπουδαιότητα στην τέχνη και με κείνη που αισθάνομαι τακτικά καθώς παρατηρώ.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|