| Εψές το βράδυ άκουσα
αέρας λες και το ʽφερνε
κλάμα και μοιρολόι
απʼ τα ηπειρώτικα βουνά
κι ήταν θαρρείς ανάμικτο
με γέλιο και τραγούδι
Ένας νιός τραγούδαγε
μαζί με τα αγρίμια
Τραγούδαγε την ομορφιά
ετούτης εδώ της πλάσης
έκλαιγε που ʽναι η ζωή μικρή
για να τηνε χορτάσεις
Αχ τραγούδαγε και μάλωνε
με σμήνος πυκνό κοράκων
που κρόζαν ανυπόμονοι
τις σάρκες μας να φάνε
Τους έσκιαζε, τους έδιωχνε
κι αυτοί ξαναγυρνούσαν
Και χόρευε και πήδαγε
ωσάν το νιό ελάφι
και χτύπαγε τη μαύρη γης
με το βαρύ του χέρι
Την γης που μας μεγάλωσε
την γης που θα μας πάρει
Τραγούδαγε και χάιδευε
της νύχτας τον αγέρα
σπίθες πετάν τα μάτια του
ωσάν τις σφυριές μαστόρων
μερώνουν πέτρα άγρια
σμιλεύουν την καρδιά μας
Σου ʽστειλα κι εγώ φωνή
σου στέλνω κι εγώ χαμπέρι
πως την μιλιά στην έμαθε
το μυρωδάτο αγέρι,
μοσκοβολάν τα λόγια σου
ρίγανη πωγωνίσια
Την ρίζα σου την στρίμωξες
στο λιγοστό το χώμα
Την πέτρα επαλεύοντας
λίγο νεράκι να βρεις
Πως έχεις βυζάξει την βροχή
και τη δροσιά της νύχτας
Γι αυτό και μη λογίζεσαι
τη μπαμπεσιά του Χάρου
και μη ξεσυνερίζεσαι
τους μαύρους τους κοράκους
Και μας εμάθαν τα βουνά
να τους επολεμάμε
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|