| Σύννεφο με παντελόνι
ή
ο δέκατος τρίτος απόστολος
Τετράπτυχο
1) Κάτω την αγάπη σας!
2) Κάτω την τέχνη σας!
3) Κάτω το καθεστώς σας!
4) Κάτω την θρησκεία σας!
3. Κάτω το καθεστώς σας!
Γιατί αυτό,
και από πού
το φωτεινό ήρθε και ρήμαξε
του μέλλοντος τα ανθοκομεία;!
Και το κεφάλι με απόγνωση έσφιξε
η σκέψη για τρελλοκομεία.
Και σαν κατά
του θωρηκτού ναυάγιο,
απ’ του πνιγμού τους σπασμούς
στου καθέκτη το άνοιγμα,
μέσα στους κοχλασμούς
όρμησε ο Μπουρλιούκ6,
νιώθοντας της θανής το άγγιγμα.
Πρώτα φανερώθηκε
το ματωμένο κεφάλι του φαρακλό.
Βγήκε,
σηκώθηκε,
από τον πόνο στρεβλός
και με την τρυφερότητα αιφνίδια
στον άνθρωπο παχουλό,
αμήχανα είπε: «Καλώς!»
Κακόκαλο, όταν σου προσφέρουν θολό πιόμα,
και το απολαμβάνεις κατανοώντας, βερμούτ εν.
Καλόκακο, όταν σε ρίχνουν στου ικριώματος το στόμα
και να φωνάζεις
«Πίνετε κακάο Βαν Γκούτεν!7»
Η ζωή είναι
ένα μικρό
πηγαδάκι,
απ’ το οποίο
το νερό δεν πίνεται.
Και μέσα απ’ τον τσιγάρων το καπνό
σαν του λικέρ ποτηράκι,
το πρόσωπο του μπεκρού Σεβεριάνιν8 επιμηκύνεται.
Πως τολμάς να λέγεσαι στιχουργός
και ωχρούτσικος τιτιβίζεις σαν ορτύκι.
Σήμερα
πρέπει
με σιδερογροθιά, σαν χειρουργός
ν’ ανακατεύεις του κρανίου το ξίγκι!
Εσείς,
που ανησυχείτε από σκέψη μοναδική
«κομψά χορεύω;»,
κοιτάξτε πως καλοπερνώ,
είμαι
ο μαστροπός με το χαμόγελο γλυκύ
και ο χαρτοκλέφτης που παρακινδυνεύω.
Από σας τους ερωτομουσκεμένους
που έχετε δάκρυα, τσέπη γεμάτη,
θα απομακρυνθώ
και ως μονόκλ τον ήλιο φλογοκαμένο,
θα τοποθετήσω στο ορθάνοιχτο μάτι.
Απίθανα παρδαλοφορεμένος,
θα περπατήσω τη γη
για να αρέσω και να καίω,
και πίσω μου θα σέρνω ηλιοκαμένος
με αλυσιδίτσα τον Ναπολέοντα σαν μοπς φρικαλέο.
Όλοι η γη, γυναίκες πλαγιασμένες,
θα κουνάνε τη σάρκα τους να δίδονται θέλοντας,
περνάω δίπλα από τις στοιβαγμένες,
νιώθοντας
λέοντας.
Ξαφνικά
κάτι πάει σύννεφο
στον ουρανό,
τα μαύρα νέφη όρμισαν πάνω στα λευκά
και άρχισε ένα τράνταγμα τρανό
σαν να λύνονται προβλήματα καρδιακά.
Το μπουμπουνητό βγήκε αγριωπό,
με ζέση ξεμύξισε
και σαν παιγνιδιάρικο βρέφος
έπαιζε με της φύσης τα κουδούνια.
Και κάποιος
μπερδεύτηκε στα δεσμά των νεφών
και άπλωσε τα χέρια-αστραπές,
στολίζοντας τον ουρανό
με του νεόν
τις σύντομες αναλαμπές.
Αφελείς! Νομίζετε πως είναι γιορτές,
και οι βροντές
είναι του εντυπωσιασμού τα εφέ;
Αυτό να εξοντώσει τους στασιαστές
έρχεται ο στρατηγός Γκαλιφέ9.
Βγάλτε γλεντζέδες τα χέρια απ’ το παντελόνι!
Πάρτε μαχαίρι, πέτρα ή σφεντόνι,
εάν όμως κάποιος δεν έχει το κουλό του
να ‘ρθει και να μάχεται με το κούτελό του.
Ελάτε ψωμοζήτες,
λέρες,
αλήτες
που ζείτε ψυλλιασμένες μέρες.
Ελάτε,
Τρίτες και Δευτέρες
να σας κάνουμε γιορτινές, με αίμα να βάψουμε,
για να θυμηθεί υπό την απειλή η γη διεφθαρμένη
πόσους σακάτεψε!
Η Γη
χοντρή σαν ερωμένη
την οποία ο Ρότσιλντ βάτεψε.
Να κυματίζουν οι σημαίες μέσα στο τουφεκίδι,
όπως σε κάθε γιόρτασμα αληθινό,
ψηλά σηκώστε φανοστάτες ως στολίδι,
των λεφτάδων το σφαχτό χοιρινό.
Τα νύχια μου έξυνα για καβγά,
έφτανα στην καρδιά με την πινέζα
και με τα δόντια έσφαζα κορμί.
Στον ουρανό κόκκινο σαν Μαρσεγιέζα
μες στα σπασίματα ψοφούσε η παρακμή.
Είναι η φαντασία μου τρελή,
τίποτα δε θα γίνει!
Θα ‘ρθει η νύχτα
και θα διώξει
τα όνειρά μας κλοτσηδόν.
Βλέπετε, ο ουρανός
φέρνει ειρήνη με την κινίνη
και χούφτα ραντισμένων με προδοσία αστεριών!
Ήρθε η άφεγγη.
Σαν τον Μαμάϊ10 έβαλε το πισινό
πάνω στο σβέρκο των πόλεων.
Αυτή η νύχτα έχει βλέμμα αλγεινό,
και είναι μαύρη σαν τον Αζέφ11, το τέρας αποφόλιον.
Μαζεύομαι, ριγμένος στης ταβέρνας τις γωνιές,
με το κρασί περιχύνω την ψυχή και το τραπεζομάντηλο,
και βλέπω
στη γωνιά, της Θεοτόκου μάτια-διακονιές,
την καρδιά μου ακουμπάνε από το ασημοκάντηλο.
Τζάμπα χαρίζεις φως απ’ το αχνάρι πασσαλειμμένο
στου καπηλειού τους θαμώνες που δε σε εκτιμάνε.
Δε βλέπεις,
αντί του γιού σου
καταφτυμένου,
τον Βάραβα προτιμάνε;
Μήπως μέσα στο πλήθος άμορφο
είμαι ο μόνος ελεύθερος υπό όρους.
Εγώ,
είμαι ίσως
ο πιο όμορφος
από τους γιους σου όλους.
Δώσε τους κάτι,
για να έχουν κάτι κι αυτοί να δώσουν,
ας είναι και κάποια βίτσια,
και να γίνουν τα παιδιά, όταν θα μεγαλώσουν:
Τα αγόρια πατέρες,
και έγκυες τα κορίτσια.
Τους νεογεννημένους άφησε να αποκτήσουν
τα άσπρα μαλλιά των προβλημάτων,
και θα ‘ρθουν αυτοί
για να βαφτίσουν,
με ονόματα των δικών μου ποιημάτων.
Εγώ που εξυμνώ το ατελή και το τέλειο,
πότε ταπεινός και πότε ασύστολος,
είμαι στης αληθινής ζωής το ευαγγέλιο
ο δέκατος τρίτος απόστολος.
Κι όταν η φωνή μου χυδαία,
αλλά δροσίζει,
κι όταν καθημερινά
δέχομαι του όχλου το ανάθεμα,
ίσως ο Ιησούς Χριστός μυρίζει
της ψυχής μου τα χρυσάνθεμα.
[I][/I]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|