| Κι έφτιαχνα με τα σπιρτόξυλα μικρούς-μικρούς σταυρούς
κάθε φλογίτσα μια ανάσταση έλεγα
βαθιά στα τασάκια ακούγονταν κανονιοβολισμοί
πένθιμοι, χαιρετιστήριοι, πανηγυρικοί
Κι έβλεπα τη μέρα μου να σιμώνει κουρασμένη
με την τραγιάσκα της παρατημένη δίπλα στο σώμα μου
-δεκαεφτάωρο δουλειάς όσο να πεις-
Μικρά γιατί μου χτίσαν μια τεράστια αποθήκη
κι όταν πια ξέμενα από απαντήσεις
τρύπωνα ολοένα στα ενδότερα
και τι που ήταν καλοκαίρι
ένα φεγγάρι παρακεί , δυο ήλιους παραπέρα
έγδερνα με τα νύχια μου την όψη την καλή
κι από τα φανερά ως να γινόμουνα απόκρυφο
που οι εραστές κατείχαν
κραύγαζα στην αρχαία μου σιωπή
«Και ω παράταιρη ομορφιά στης λήθης τα κρυμμένα
ξύλινη κι ακατέργαστη σε κουβαλάω εντός μου
τη μέρα σε σταυρώνομαι, τη νύχτα στα καμένα
βγαίνω χωρίς να πω το «φτου» κι αναζητάω το φως μου»
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 2
| | | | | | |
|