|
Ήχοι τρομαχτικοί σάλευαν το νού σ εκείνη την προκυμαία ,καθώς χιλιάδες ζωές πάσχιζαν να βρούν μια θέση σε κάποια βάρκα ,για να τους πάει μέχρι τα καράβια που περιμένανε στη ράδα . Κάρα φορτωμένα με πραμάτειες,παιδιά μοναχά και βρώμικα,κυρίες με κρινολίνα,αξιωματικοί αξύριστοι με ξηλωμένες τις επωμίδες,παπάδες,αγρότες,όλοι σ ενα συνονθύλευμα ,σπρώχνανε προς το πουθενά,σαν το κύμα της θάλασσας που ξεσπά με ορμή στα βράχια και στο κατόπιν γυρίζει πίσω παραδομένο και χωρίς ορμή .Πτώματα στη θάλασσα από εκείνους που αυτοκτόνησαν ή που αναποδογύρισε η βάρκα τους,Και πίσω τους η φωτιά να μαίνεται καίγοντας ανεμπόδιστη ότι απόμενε από κείνη την ζωντανή και ακμάζουσα πόλη του Ελληνισμού,τη Σμύρνη.Στάθηκε κι εκείνος στη προκυμαία χωρίς ελπίδα,αφήνωντας την φαντασία του να ταξιδέψει προς τα πίσω,εκεί που ο νούς γαληνεύει από τους χτύπους μια γυναικείας καρδιάς.Την είχε ερωτευθεί στον Μπουρνόβα,.. ήτανε Τουρκοπούλα.Την πρωτόδε στο παζάρι μαζί με τους γονιούς της ένα χρόνο πρίν,καθώς περιπολούσε καμαρωτός πάνω στο μαύρο άτι του.Ητανε Ιλλαρχος και μάλιστα παρασημοφορημένος για ανδραγαθεία στις μάχες των προηγούμενων ημερών.Παιδί αγροτών από την Ρούμελη,μεγαλωμένος στη φτώχεια και στην ανέχεια,αλλά και απόφοιτος του οχταταξίου Γυμνασίου στη Λαμία,εκπαιδεύθηκε σαν έφεδρος αξιωματικός του Ιππικού.Σε όλες τις μάχες διακρίθηκε σπέρνωντας τον πανικό στους Τούρκους,αλλά σεβόμενος τους αμάχους πολλές φορές υπερασπίζοντας τους.Αυτό έκανε και στον Μπουρνόβα,όταν κάποιος δικός μας επιχείρησε να βιάσει την πανέμορφη Χάντε ,μπροστά στους δικούς της,στο παζάρι.Ορμησε κατά πάνω του σαν τον χάροντα και με την κυρτή του σπάθα του απόκοψε το δεξί χέρι.Δεν μπορούσε να δεχθεί το βιασμό μιας γυναίκας,τον βιασμό της ίδιας της ζωής.Αυτή η ενέργεια του ,του στοίχισε ένα αστέρι.Τον υποβιβάσανε σε υπίλαρχο,με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς να δώσουνε βάση στους λόγους που τον οδήγησαν σε μια τέτοια πράξη,Στην φυλακή παρέμεινε ένα μήνα,με μόνο επισκέπτη την πανέμορφη Χάντε,που του έφερνε ότι καλούδια μαγείρευε η μάνα της
.Βλεπόντουσαν πίσω απ τα κάγκελα και για πολύ λίγο,όμως αρκετός χρόνος για ν αναπτυχθεί ο έρωτας ανάμεσα τους,έστω και με νοήματα,έστω και με τα μάτια.¨Μ αρέσει το ονομά σου¨¨της είπε κάποια μέρα.Εκείνη τότε λές και τα βλέμματα αγάπης μπορούνε να ερμηνεύσουνε την κάθε λέξη,έτρεξε προς ένα κοντινό χωράφι και γύρισε κρατώντας ένα λουλούδι.Του το πρόσφερε τρυφερά,λεγοντάς του ¨¨χάντε..λουλούδ騨΄΄Εμένα με λένε Ομηρο της είπε εκείνος χαμογελώντας.Στο άκουσμα του ονόματος αστράψανε τα κατάμαυρα μάτια της¨¨Ομηρος..Ομέρ¨¨ψέλλισε τιτιβίζοντας σαν πουλάκι,ενώνοντας τα χέρια της με τα δικά του...Τι δύναμη που έχει η αγάπη,πόσα μπορεί να ξεπεράσει,πόσα μπορεί να κατασιγάσει,πόσα ονειρα πλέκει,,πόσα μπουντρούμια φωτίζει.
Η επικοινωνια του με την αγαπημένη του Χάντε,το ¨¨λουλούδ騨 του ,δεν συνεχίστηκε καθώς τα πράγματα πήγαιναν πολύ άσχημα στο νέο μέτωπο πού άνοιξαν κάποιοι άφρονες δικοί μας,οραματιζόμενοι την ανασύσταση της .. Βυζαντινής αυτοκρατορίας.Για μηνες το αίμα κι απ τις δύο πλευρές γέννησε μίσος άσβεστο και εκδικητικότητα .Στην οπισθοχώρηση έμαθε τα μαύρα μαντάτα.Κάποιοι λιποτάκτες κατέσφαξαν τους γονείς του ¨¨λουλουδιού¨¨ του ενώ εκείνη αφου την βίασαν την πέταξαν σ ένα λάκο με κοπριές με το κορμί της κατατεμαχισμένο.Ευτυχώς που κάποιοι συγχωριανοί τους σπευσανε και τους θάψανε πρόχειρα σε κοινό τάφο ,πριν προλάβει ο ίδιος ν αντικρύσει εκείνη την φριχτή εικόνα.
Κατέβηκε από το άτι του κραδαίνωντας σαν τρελός την σπάθα του αποδιώχνοντας μακριά κάθε ανθρώπινο πλάσμα.Κατόπιν γονάτισε και πέφτοντας πάνω στη σωρό από το φρέσκο χώμα που σκέπαζε την αγαπημένη του μαζί με τους δικούς της,άρχισε να την φωνάζει ¨¨Χάντε,λουλούδι μου,σήκω γύρισα να σε πάρω μαζί μου¨¨
Ήταν ο θρήνος μιας αντρίκιας ψυχής ,που δεν κιότεψε σε καμία μάχη,αλλά που μπροστά στο χαμό της αγαπημένης γρύλιζε σαν πληγωμένο θεριό.Σηκώθηκε ορθός και κόβωντας ένα λουλούδι το ακούμπησε πάνω στον τάφο των χαμένων ονείρων.Μετά σε στάση προσοχής και με τη σπάθα του στην θέση απονομής τιμών μπροστά απ το μουσκεμένο απ τα δάκρυα πρόσωπο,άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί προς τα σύγνεφα που λάκιζαν στον νοτιά.Μια φωνή απ τη μεριά της θάλασσας διέκοψε το ταραγμένο ταξίδι του νού .
Μια βάρκα σχεδόν φισκαρισμένη είχε αράξει ακριβώς μπροστά του.¨¨Ελα ήρωα,έχουμε μια θέση και για σένᨨακούστηκε.Ητανε κάποιο δικοί του συνάδελφοι αλλά και πολίτες της άρχουσας τάξης στοιβαγμένοι εκεί μέσα.Ειχανε καταφέρει με τις χρυσές τους λίρες να εξαγοράσουν την σωτηρία τους.Αλλοίμονο στους άλλους,τους πολλούς που δεν είχανε τον παρά για κάτι τέτοιο.Δίπλα του μια νέα γυναίκα με απλανές βλέμμα και μ ένα κοριτσάκι στην αγκαλιά,τον κοίταξε για μια στιγμή βαθιά στα μάτια.Εσκυψε το κεφάλι μπροστά σ εκείνο το βλέμμα της απόγνωσης.Ήταν το βλέμμα μιας μάνας που ανήμπορη και με σφιγμένο στην αγκαλιά της το βλαστάρι της, τον προκαλούσε να δώσει την πιο μεγάλη μάχη στη ζωή του,την μάχη με τον εαυτό του.
Χωρίς δεύτερη σκέψη και σχεδόν σπρώχνοντας την,την βοήθησε να δρασκελίσει το κενό και να μπεί στη βάρκα ,κρατώντας εκείνος το κοριτσάκι της στην αγκαλιά του."Τί ζεστασία που δίνει το σωματάκι ενός παιδιού έστω και κατουρημένου",μονολόγησε,σπεύδοντας να το παραδώσει στον λεμβούχο κι εκείνος με την σειρά του στη νεαρή μητέρα..Εκείνη μουσκεμένη στο κλάμα του έστειλε ένα φιλί,,το μεγαλύτερο παράσημο που δεν καρφιτσώνεται στο στήθος,μα στην ψυχή του άντρα. ¨¨Οι Τσέτες,οι τσέτες¨¨ακούστηκε από φωνές σε απόγνωση κοντά του. Καβαλαραίοι και πεζοί ξεχύθηκαν μανιασμένοι στο ανήμπορο πλήθος που πανικόβλητο έπεφτεστην θάλασσα.Ανέβηκε γοργά στο άτι του και χώνοντας τα σπιρούνια βαθειά στη σάρκα του,όρμησε σαν τον άνεμο με σηκωμένη την σπάθα προς εκείνο το μπουλούκι που απερίσπαστο είχε αρχίσει να θερίζει ψυχές και σώματα.Λένε πως σ εκείνα τα μέρη τις νυχτιές τα Αυγούστου ,ακούγονται οπλές αλόγου και μια απόκοσμη φωνή να καλεί την αγαπημένη του ,΄Χάντεεεεεε¨..
Μάριος Ζαμπίκος
(Μαράκος)
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|