| Eros Turannos
She fears him, and will always ask
What fated her to choose him;
She meets in his engaging mask
All reasons to refuse him;
But what she meets and what she fears
Are less than are the downward years,
Drawn slowly to the foamless weirs
Of age, were she to lose him.
Between a blurred sagacity
That once had power to sound him,
And Love, that will not let him be
The Judas that she found him,
Her pride assuages her almost,
As if it were alone the cost.—
He sees that he will not be lost,
And waits and looks around him.
A sense of ocean and old trees
Envelops and allures him;
Tradition, touching all he sees
Beguiles and reassures him;
And all her doubts of what he says
Are dimmed with what she knows of days—
Till even prejudice delays
And fades, and she secures him.
The falling leaf inaugurates
The reign of her confusion;
The pounding wave reverberates
The dirge of her illusion;
And home, where passion lived and died,
Becomes a place where she can hide,
While all the town and harbor side
Vibrate with her seclusion.
We tell you, tapping on our brows,
The story as it should be,—
As if the story of a house
Were told, or ever could be;
We’ll have no kindly veil between
Her visions and those we have seen,—
As if we guessed what hers have been,
Or what they are or would be.
Meanwhile we do no harm; for they
That with a god have striven,
Not hearing much of what we say,
Take what the god has given;
Though like waves breaking it may be,
Or like a changed familiar tree,
Or like a stairway to the sea
Where down the blind are driven.
Έρως Τύραννος
Τον φοβάται, και πάντα θα αναρωτιέται
Ποια ατυχία την έκανε να τον διαλέξει;
Στην ιδέα του δεσμού τους συναντιέται
με όλους τους λόγους για να τον αποτρέψει.
Αλλά αυτό που βλέπει και αυτό που φοβάται
Λιγότερο από το χρόνο που φεύγει - λυπάται-
Σιγά-σιγά για τη βαθιά αυλακιά συλλογάται
Της ηλικίας, που επρόκειτο να μισέψει.
Μέσα απ τη θολή οξύνοια που της έχει μείνει
Και που κάποτε είχε την δύναμη να του χτυπήσει,
Και την αγάπη, που δεν θα τον άφηνε να γίνει
Ο Ιούδας που στα μάτια της είχε καταντήσει.
Η Υπερηφάνεια της σχεδόν κατευνάσιμα,
Σαν να ήταν αυτό το μόνο τίμημα.-
Αυτός βλέπει ότι δεν θα χαθεί και τόσο σύντομα,
Και κοιτά γύρω του και περιμένει το χρόνο να γυρίσει.
Μια αίσθηση παλιών δέντρων κι ωκεανοί
Τον τυλίγει και τον σεληνιάζει
Παραδοσιακά, όλα όσα αγγίζει παρατηρεί’
Τον Μαγεύει και τον καθησυχάζει.
Και όλες τις αμφιβολίες της για αυτά που λέει
Τις αχνοσβήνει ο χρόνος που ρέει-
ως που κι η τελευταία της επιφύλαξη καταρρέει
Και εξασθενίζει, και τότε αυτός καταλαγιάζει.
Η πτώση των φύλλων είναι απαρχή
Του βασιλείου της σύγχυσης της
Το κύμα που χτυπάει κι αντηχεί
Το μοιρολόι της ψευδαίσθησής της
Και το σπίτι, που το πάθος έζησε και πέθανε,
Για κρησφύγετό της αυτή το έκανε,
Ενώ όλη η πόλη ή το λιμάνι ή όπου και να τανε
απ την απομόνωσή της τα ξέκανε.
Θα σας πω, αγγίζοντας το μέτωπό μας,
Την ιστορία όπως θα πρεπε να ναι, -
Σαν να ήταν η ιστορία στο σπιτικό μας
Όπως την Είπαν, ή όπως θα μπορούσε κάποτε να ναι
Δεν Θα έχουμε κανένα ευγενικό πέπλο μεταξύ
Των Οράμάτων της και όσων έχουμε δει, -
Σαν να μαντέψαμε τι της είχε συμβεί
Ή αυτό που αυτοί είναι ή αυτό που θα πρεπε να συμβεί.
Εν τω μεταξύ, εμείς δεν κάνουμε ζημιά’ γιατί αυτοί
Με Αυτόν τον ίδιο το θεό έχουν αγωνιστεί
Παίρνουν τα δώρα του Θεού αβλεπεί.
Ούτε ακούν πολλά από ότι έχει ειπωθεί,
Παρόλο που μπορεί να είσαι σαν κύματα που σκάνε
Ή σαν το οικογενειακό δέντρο αλλαγμένο να ναι,
Ή σαν σε σκάλα στη θάλασσα να περπατάνε
Έτσι όπως στα τυφλά έχουν οδηγηθεί.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|