| Μια φορά και ένα καιρό στη μακρινή Ανατολή, ζούσε ενας φτωχός παληατζής με τη γυναίκα του και τα πέντε του παιδιά.Γύριζε απο μέρος σε μέρος και αγόραζε ότι άχρηστο δεν χρειαζότανε κάποιος και μετά αφού το καθάριζε, το μεταπουλούσε στο παζάρι.Μια μέρα εκεί που περπατούσε με τον γαιδαρό του, τον φώναξε στό σαράι της μιά τυφλή χανούμισα για να του πουλήσει κάτι που δεν το χρειαζότανε πιά."πάρε τούτο το λυχνάρι" του είπε ψηλαφίζοντας το με τα χέρια της."δεν το χρειάζομαι άλλωστε πιά,αφου δεν βλέπω".Εκείνος,αφού τα συμφωνήσανε,της έδωσε λίγους παράδες ,μιάς κι εκείνη και δεν ήθελε παρά μόνο ένα συμβολικό ποσό και έφυγε γεμάτος χαρά."μου το έδωσε σχεδόν μπήτ παρά τούτο το λυχνάρι που θα πιάσει πολλά στο παζάρι!",είπε και ξεκίνησε χαρούμενος για το φτωχικό του.Η γυναίκα και τα παιδιά του ξέρανε πως όταν είχε δουλειά δέν θα έπρεπε να τον ενοχλήσουνε και έτσι κάνανε και εκείνη την ημέρα.Κάθισε που λέτε όλο το βράδυ και το γυάλιζε,το γυάλιζε, μέχρι που ο ήλιος μεσημέριασε την άλλη μέρα για τα καλά.Σηκώθηκε κατα το απόγευμα κατακουρασμένος αλλά πολύ χαρούμενος για να συνεχίσει τη δουλειά του.
Πηρε λοιπόν ένα καθαρό πανί και άρχισε να το τρίβει,να το τρίβει,να το τρίβει.
Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή να τού λέει."άφησε με αφέντη λεύτερο και θα σου πραγματοποιήσω τρείς επιθυμίες σου που θα μου ζητήσεις".Εκείνος κοίταξε γύρω του για να δεί ποιός του μίλησε,αλλα δεν είδε κανένα."εδω είμαι αφέντη,μέσα στο λυχνάρι" επανέλαβε πιο δυνατά η φωνή."δεν είναι δυνατόν,έχει και τζίνι μέσα στο λυχνάρι,ε αυτό παει να πεί μεγάλη τύχη" μονολόγησε,σηκωνοντάς στο στα χέρια του."ωστε τρείς επιθυμίες μου ειπες,άκουσα καλά?" "ναί,ναί" επανέλαβε το τζίνι."δεν γίνεται δύο μωρέ τζίνι,να φυλάξω την τρίτη για ρεζέρβα καλού κακού ,έτσι?" Το τζίνι τελικά δέχτηκε την συμφωνία και κράτησε στο τεφτέρι του την τρίτη επιθυμία, που θα του την χρωστούσε όποτε θα του την ζητούσε ο παληατζής.
"Λοιπόν άκουσε προσεχτικά ,η πρώτη επιθυμία μου είναι,να με κάνεις αθάνατο".Το τζίνι ανταποκρίθηκε αφού τον ενημμέρωσε πως καμία επιθυμία του δεν θα μπορούσε να την ακύρώσει με την τρίτη που του χρωστούσε,αν ποτέ το μετάνοιωνε ."τρελλός είμαι να την ακύρώσω,θέλω να ζώ αιώνια".Ετσι λοιπόν ο χρόνος σταμάτησε για τον φτωχό βιοπαλαιστή στην ηλικία που ήτανε,δηλαδή στα τριαντα οχτώ.Η δευτερη επιθυμία σου αφέντη?"να γίνω πλούσιος,με δικό μου σαράι"."Εγινε κιόλας" απάντησε το τζίνι και αμέσως η καλύβα του έγινε ένα μεγάλο παλάτι με όλα τα καλούδια του κόσμου."τωρα φεύγω αφέντη,αν ποτέ με χρειασθείς,σου χρωστώ μιά επιθυμία σου".Ο παληατζής αποχαιρέτισε το τζίνι και έτρεξε χαρούμενος στη γυναίκα και στα παιδιά του."γίναμε πλούσιοι,γυναίκα,θα έχετε ότι επιθυμείτε πιά,τέρμα η φτώχεια απο δώ και πέρα".
Τα χρόνια πέρασαν και άσπρα μαλλιά φάνηκαν στο κεφάλι της γυναίκας του,τα παιδιά μεγάλωσαν,ενω εκείνος παρέμενε νέος."κοίτα καλέ μου γέρασα και σύ έμεινες νέος" του είπε μια μέρα με δάκρυα στα μάτια."μα και έτσι σε αγαπάω" της είπε δίνοντάς της ένα φιλί στο ρυτιδιασμένο της πρόσωπο.Μετά απο κάποια χρόνια η γυναίκα του πέθανε.Τότε ένοιωσε την μοναξιά και αποφάσισε μετα απο καιρό να παντρευτεί ξανά.Αγόρασε λοιπόν απο το παζάρι μια πανέμορφη σκλάβα και την παντρευτηκε.Εκανε μαζί της και άλλα παιδιά.Με τον καιρό τα παιδιά που είχε απο τον πρώτο γάμο πεθάνανε και αργότερα και τα εγγόνια του.Πέρασαν χρόνια και ούτε η δευτερη γυναίκα του δεν ζούσε πιά αλλά και τα παιδιά που έκανε μαζί της είχανε γεράσει.Μετα απο αιώνες οι οικογένειες που είχε κάνει ,είχανε σβήσει εντελώς,καθώς και όλοι οι φίλοι και γνωστοί του.
Κάποια στιγμή ένοιωσε τόση μοναξιά σ ένα κόσμο που άλλαζε με τον χρόνο,που δεν άντεξε.Κατέβηκε στο υπόγειο του παλατιού του και άρχισε να ψάχνει μεσα στα σεντούκια του που ήτανε γεμάτα απο χρυσάφι και διαμάντια.Τότε κάποια στιγμή είδε στό πάτο ενός μικρού ξύλινου κουτιού εκείνο που αναζητούσε,το λυχνάρι.Αλλάχ,είπε με δάκρυα στα μάτια,"κάνε το τζίνι να τηρήσει τη συμφωνία μας,δεν αντέχω άλλο τη ζωή τούτη,ολοι όσοι αγάπησα δεν ζούνε πιά,είμαι μόνος".Αρχισε να τρίβει και να τρίβει το λυχνάρι με την ελπίδα ότι το τζίνι θα φανεί και πάλι.
Κάποια στιγμή ακούστηκε η γνώριμη φωνή δίπλα του."έλα,ήλθα, γιατί σου χρωστούσα την τρίτη επιθυμία σου,σ ακούω λοιπόν" Εκείνος καταχάρηκε και χωρίς δισταγμό του ζήτησε με κουρασμένη τη φωνή"θέλω να πεθάνω"."Μα δεν μπορείς να ακυρώσεις καμία απο τις επιθυμίες που μου ζήτησες το ξέχασες"?Κατόπιν του ζήτησε να ανέβει στην πλάτη του για μια βόλτα,ήθελε να του δείξει κάτι.Αφου πετάξανε για λίγο ψηλά,προσγειώθηκαν δίπλα σ ένα πανέμορφο παλάτι που έμοιαζε με το δικό του."α το ξέρω αυτό το σαράι,ζούσε εκεί μια τυφλή,σίγουρα θα έχει γίνει σκόνη μετα απο τόσους αιώνες,έτσι?"
Χτύπησε την πόρτα,με την βεβαιότητα πως δεν θα απαντήσει κανένας.Ομως κάποια στιγμή ακούστηκε μια νεανική φωνή,"ποιός είναι παρακαλώ?" .Η μεγάλη πόρτα άνοιξε και φάνηκε πίσω της εκείνη.Ητανε η χανούμισα που του είχε πουλήσει το λυχνάρι πρίν απο πολλούς αιώνες.Κάθισαν στο τεράστιο άδειο σαλόνι οι δυό τους,ενώ το τζίνι περίμενε ανυπόμονα ν ακούσει την τρίτη και τελευταία του επιθυμία. "Πως και ζείς εσύ τόσους αιώνες αρχόντισα",ψέλλισε ο παληατζής."Μα είχα εγώ πρώτη το λυχνάρι το ξέχασες?Ζήτησα και εγώ δύο μόνο επιθυμίες,την τρίτη την φύλαξα,για καιρούς δύσκολους".Τότε το τζίνι πήρε το λόγο εξηγώντας πως η τρίτη επιθυμία της,ήτανε να τυφλωθεί,για να μη βλέπει τον κόσμο να πεθαινει γύρω της,αφού έτσι και αλιώς δεν μπορούσε να ακυρώσει καμία απο τις άλλες δύο επιθυμίες που είχε ζητήσει."άντε πές μου και σύ την τρίτη και τελευταία σου επιθυμία να φεύγω,είπε το τζίνι σχεδόν επιτακτικά.Ο παληατζής κοιταξε την τυφλή και χαμογέλασε.Η επιθυμία μου,αφού έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ ν ακυρώσω καμία απο τίς προηγούμενες, είναι να μου δώσεις πολύ αγάπη γιαυτή την κοπέλα ώστε να την φροντίζω για πάντα." Ετσι είπε και έτσι έγινε.Σε κάποια γωνιά της Aνατολής ίσως συναντήσετε μια τυφλή κοπέλα να την κρατά απ το χέρι τρυφερά ένα παλικάρι,χαμογελάστε τους,ίσως να είναι εκείνοι. Και ζήσαμε εμείς καλά κι εκείνοι.. αιώνια
Μαράκος
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|