| Την μαγεία του παραμυθιού λερώνει με φθηνή πραγματικότητα το καθήκον του ρολογιού να προσπερνά. Είναι κιόλας παρελθόν. Καθισμένος στην ξεφτισμένη πολυθρόνα, ο ασήμαντος ζωγράφος χαϊδεύει τα γένια του με τα γεμάτα ξεραμένη μπογιά χέρια του. Έτσι τον αγάπησε το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι, έτσι τον φρόντιζε η γαλατού που επιθύμησε μητέρα γι'αυτό δεν αισθάνεται ούτε στο ελάχιστο ντροπή για την ατημέλητη εμφάνισή του μπρος στα στοργικά μάτια του Βερμέερ που σαν άλλος Χριστός γεννήθηκε ταπεινά στον καμβά του μισογκρεμισμένου δωματίου του. Κοιτάζονται επίμονα με βλέμματα που χωρούν την απογοήτευση για την διαχρονική αμέλεια της ανθρωπότητας. Πράοι κι ηδονισμένοι καθώς γνωρίζουν πως η γαλήνη είναι η σκοτεινότερη γωνιά του χάους.
Πόσος χρόνος χρειάστηκε ως την σπουδαία αυτή συνάντηση; Τα χέρια του εκστασιασμένου ζωγράφου ανήμπορα να κρατήσουν το τσιγάρο του απ'την υπερπροσπάθεια, κρέμονται νεκρά αγγίζοντας με τ' ακροδάχτυλα το λεπτό στρώμα σκόνης στο δάπεδο. Η ηλικία του δεν έχει καμία σημασία, τούτη την ώρα ως νεογέννητος κι ετοιμοθάνατος, γνωρίζοντας τις βάρβαρες επιπτώσεις μιας απόλυτης εκπλήρωσης, βιώνει την άναρχη, γαλήνια ουδετερότητα, τον παράδεισο ή την κόλαση που ορίζει τους πιστούς ανάλογα με το εκάστοτε συμφέρον.
Το κρύο γίνεται διαρκώς εντονότερο και η φωτιά στο τζάκι διδάσκει την ουσία της τέλειας, ανιδιοτελούς αγάπης. Ο ζωγράφος αισθάνεται την προσφερόμενη ζεστασιά κι από την ευχαρίστηση του αντιλαμβάνεται πως η ολοκλήρωσή του δεν συμπορεύεται πάντα με την ολοκλήρωση των πόθων του. Πως η κάλυψη και το πέρας απέχουν απόσταση σπουδαία. Πως οι στόχοι, οι ελπίδες και οι φόβοι είναι τα στηρίγματα ενός σακατεμένου πνεύματος. Ένας νέος κόσμος απλώνεται μπροστά του, ένας άγνωστος, γοητευτικός κήπος γεμάτος με τα χρώματα που ως τώρα στόλιζαν μονάχα το πρόσωπο στον όρθιο καμβά.
Ο Βερμέερ ούτε στιγμή δεν αποτραβά το καθηλωτικό βλέμμα του και ως πατέρας της ιδεατής μητέρας και της ερωμένης του αναγεννημένου ζωγράφου, απαιτεί στηριζόμενος στην χυδαία ηθική την πιο απάνθρωπη απραξία. Τότε, δίχως ίχνος οργής, ο ζωγράφος σηκώνεται από την πολυθρόνα και χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο τον ρίχνει στις φλόγες που συνεχίζοντας την διδασκαλία τους, συσσώρευσαν την ζωή στην δυνατή τους λάμψη και σε μια στιγμή τον ζάρωσαν και τον σκότωσαν.
Την μαγεία του παραμυθιού λερώνει με φθηνή πραγματικότητα το καθήκον του ρολογιού να προσπερνά. Είναι κιόλας παρελθόν. Ίσως ο ζωγράφος να είναι πια νεκρός. Ποιος νοιάζεται, ποιος νιώθει την απώλεια όταν δεν τον αγγίζει; Κάποιοι είπαν πως τον είδαν στα όνειρά τους να ζωγραφίζει τα πορτραίτα τους. Άλλοι πως δουλεύουν ακατάπαυστα να τον συναντήσουν σε κάποιον καμβά. Κάποιοι, πως η ιστορία του είναι ένα παραμύθι για να ησυχάζουν τα παιδιά και να λησμονούν οι μεγάλοι. Η γαλήνη είναι η σκοτεινότερη γωνιά του χάους.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|