| Την έβλεπαν συχνά να ψωνίζει στο παζάρι και κατόπιν ν αναχωρεί βιαστικά σαν κυνηγημένη .Τα λαίμαργα μάτια των χωρικών δεν χόρταιναν να την φαντάζονται γυμνή στον κρεβάτι τους, παραδομένη στο πάθος και τον πόθο τους. Πολλοί την ακολούθησαν στο φιδίσιο μονοπάτι που οδηγούσε στο σπιτικό της πάνω στην κορφή του λόφου,αλλά στα ενδιάμεσα γύριζαν πίσω καθώς όσο ανέβαιναν προς τα πάνω.. γερνούσαν. Κάθε μέτρο και ένας χρόνος στην πλάτη τους,κάτι που στοίχειωνε εκείνο τον λόφο,αλλά και τη δική της ζωή,μιάς και όσο αργοπορούσε μακριά απ το λόφο τόσο και γερνούσε.
Ηταν μια κατάρα που την συνόδευε απ τα γενοφάσκια της, να μη μπορεί να ζεί μαζί με τους κοινούς ανθρώπους και να γερνά μαζί τους,με αντάλαγμα την αιώνια νιότη.
Οταν στάθηκε μπροστά του για να ψωνίσει στον πάγκο του, το αινιγματικό της χαμόγελο που έκρυβε στο βάθος πίκρα ,τον έκανε να την προσέξει από κοντά.
Ήταν μια Θεά με κατάμαυρα μαλλιά πλεγμένα σε μια μακριά κοτσίδα που έπεφτε με χάρη μπροστά στο στήθος της.Τα μολυβιά μάτια της και τα κερασένια χείλη της δεν άργησαν να κάνουνε την νεανική του καρδιά να χτυπά με τέτοιο ρυθμό που νόμιζες πως φτερούγιζε έξω απ το στήθος του.
¨¨Άργησᨨ ψέλλισε ανήσυχα εκείνη κάποια στιγμή ,ζητώντας του να τυλίξει γρήγορα τα ψώνια της για να προλάβει..... .
Εκείνος όμως έκανε πως δεν κατάλαβε προσπαθώντας να την καθυστερήσει όσο μπορούσε.Τότε κείνη γυρνώντας του την πλάτη άρχισε να τρέχει σαν τρελή προς την ανηφόρα, μη δίνοντας σημασία στο κάλεσμα του να πάρει τα πράγματα που είχε ήδη πληρώσει.
Παράτησε τον πάγκο του και έτρεξε ξοπίσω κρατώντας τα πράγματα της στα χέρια.¨κυρά σταμάτααα,ξέχασες τα ψώνια σου¨¨φώναξε δυνατά,αναστατώνοντας το παζάρι.Ομως εκείνη είχε ήδη πάρει την ανηφόρα χωρίς να γυρίζει πίσω ούτε στιγμή.Καποια στιγμή την πρόλαβε στην πρώτη στροφή,κανοντάς την να σταματήσει απότομα.¨μη μ ακολουθείς σε παρακαλώ¨του είπε καθώς εκείνος της έδινε τα ψώνια της ¨¨δεν πρέπει,άκουσε μ娨συνέχισε με δάκρυα στα μάτια.
Όμως εκείνος δεν έδωσε βάση στα λόγια της και συνέχισε ξοπίσω της .¨¨τρελέ πραματευτή,θα γεράσεις δεν το καταλαβαίνεις,γύρνα πίσω στη νιότη σου¨¨Εκείνος χαμογέλασε παριστάνοντας τον κουφό,παρα του ότι τα χέρια του άρχισαν να τρεμουλιάζουν.¨¨δεν με νοιάζει γλυκειά νεράιδα της ψυχής μου,αρκεί ναμαι κοντά σου¨¨είπε λαχανιασμένα στην δεύτερη στροφή.Οταν φθάσανε στην κορφή,ήδη αργόσερνε τα βηματα του.Ανοιξε την πόρτα του σπιτιού της,προσκαλώντας τον να περάσει μέσα.Κατόπιν έλυσε τα μαλιά της και αφέθηκε στα γέρικα χέρια να ιχνηλατήσουν το κορμί της.Τα χείλη του ρούφηξαν αχόρταγα το μέλι από τα χείλη της ψηλαφώντας συνάμα τους δίδυμους καρπούς της .Έγειρε στην αγκαλιά του με αναφιλητά.¨¨μα γιατί θυσίασες τη νιότη σου καλέ μου,αφού γνώριζες απο πρίν πως δεν θα μπορούσες να ολοκληρώσεις…¨¨είπε βλέποντας τον απογοητευμένο,παρ όλες τις φιλότιμες αλλά γεροντικές του προσπάθειες.¨Εκείνος τότε έσκυψε το κεφάλι και με λόγια που μόλις και ακουγόντουσαν ψέλλισε.¨¨σ αγαπώ κυρά ,αλλά πίστεψε με πως δεν με νοιάζει για την δική μου ηδονή,αλλά ντρέπομαι που δεν μπορώ να ικανοποιήσω εσένᨨ.
Κατόπιν σηκώθηκε ασθμαίνοντας απ το κρεβάτι και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Δεν γύρισε το κεφάλι του προς τα πίσω, ακόμα κι όταν εκείνη τον καλούσε γοερά να μείνει μαζί της.΄¨θάσαι γέρος ακόμα και εκεί κάτω,γιατί μ αφήνεις μόνη ?¨Ήταν τα τελευταία λόγια της που ακούσθηκαν σαν αντίλαλος στα γύρω βουνά.
Ήτανε οι κραυγές μιας γυναίκας που γνώρισε για πολύ λίγο την αληθινή αγάπη ενός ερωτευμένου άντρα, που θυσίασε τα νιάτα του αρκεί και μόνο να την νοιώσει κοντά του έστω για λίγο.
Λένε πως κάποτε γκρεμίσθηκε το σπίτι από ένα μεγάλο σεισμό και ότι κανένα δεν βρήκαν στα ερείπια του.
Όμως οι χωρικοί θυμούνται κάποιο γεροντικό ζευγάρι που ανέβαινε στο λόφο ,για να εναποθέσει λίγα λουλούδια στα ερείπια, σε κάθε επέτειο της πρώτης τους συνάντησης εκεί.
Ήταν εκείνος,μαζί μ εκείνη ,που κάποια στιγμή δεν άντεξε μακριά του και κατέβηκε το λόφο θυσιάζοντας την αιώνια νιότη της , για να χαρεί την πραγματική αγάπη δίπλα στον γέρο της.
Μαράκος
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|