| ΞΑΝΑΡΘΕ Ο ΗΛΙΟΣ
Ήτανε νύχτα σκοτεινή, μαύριζε όλη η Ελλάδα,
Τα χρόνια ήτανε εφτά, που χάθηκε η λιακάδα,
Σύννεφα μαύρα σκέπαζαν, τότε τον ουρανό μας,
μα δεν τολμούσαμε ποτέ, να πούμε τ΄όνειρο μας,
Το κρύβαμε μέσα βαθειά στα φύλλα της καρδιάς μας,
Γιατί δεν επιτρέπανε, ελπίδα στην γενιά μας,
Αφού μας καταδίκασαν, μεσ΄την σκλαβιά να ζούμε,
Ξέραμε πως για λευτεριά, πρέπει να πολεμούμε,
Έτσι κι΄εκείνη την βραδυά, πήραν φωτιά οι ψυχές μας,
Να διώξουμε τους τύρρανους, ήταν οι προσευχές μας,
Στείλανε τανκς και σκότωσαν, μ΄έλληνες στρατιώτες,
Για μία χούφτα φοιτητές, της χώρας οι προδότες,
Μα οι νέοι δεν το έβαλαν, κάτω και πολεμήσαν,
Είχαν ψυχή του λιονταριού, και τα κορμιά τους στήσαν,
Μπροστά στα τανκς και τον στρατό...αυτοί ήτανε οι στόχοι,
Κι αυτοί τους πυροβόλησαν, έγιναν συνενόχοι,
Με τους προδότες, τους δειλούς, σκοτώσανε τ΄ αδέλφια,
Κι΄ύστερα φύγαν ήσυχοι, μα... βάραγαν τα ντέφια,
Γιατί είχε μπεί πια το νερό, κι΄έτρεχε μεσ΄τ΄αυλάκι,
Έρχεται η ώρα ζύγωσε, να φύγει τ΄ανθρωπάκι,
Αυτό που ματοκύλησε, τα νιάτα της πατρίδας,
Έπεφτε μεσ΄τα δόκανα , της ίδιας του παγίδας,
Κι΄ήρθε ο ήλιος και το φως, και φώτισε την χώρα,
Και ο λαος εφώναζε στη νεολαία προχώρα.
ΑΝΘΙΜΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|