| Άρχισε να χαράζει και το σφίξιμο στο στομάχι του γίνεται πλέον ανυπόφορο. Τι σημασία έχει; Αφού σε λίγη ώρα δεν θα αισθάνεται καθόλου πόνο. Ή μήπως θα αισθάνεται; Τι θα γίνει όταν του κόψουν το κεφάλι; Θα το καταλάβει καθόλου; Είχε ακούσει ότι το κεφάλι εξακολουθεί να «ζει» για μερικά δευτερόλεπτα από τη στιγμή του βίαιου αποχωρισμού του. Ένας φίλος του που είχε παρακολουθήσει αμέτρητες εκτελέσεις με γκιλοτίνα, του είχε πει ότι τα μάτια παραμένουν ορθάνοιχτα για κάποιο διάστημα πριν χαθούν εντελώς πίσω απ’ το λευκό πέπλο του θανάτου.
Άτιμο εργαλείο αυτή η γκιλοτίνα! Πριν κάνεις «κιχ» βρίσκεσαι με κομμένο πέρα ως πέρα το κεφάλι. Το κεφάλι σου βρίσκεται ξαφνικά πεταμένο σαν βρώμικο πατσαβούρι μέσα σ’ ένα καλάθι. Πλημμυρίζει το ικρίωμα απ’ το αίμα και το υπόλοιπο κορμί σου βρίσκεται ακόμα γονατιστό, σφηνωμένο μεταξύ της ανυπαρξίας και της αθλιότητας. Εδώ και δυο χρόνια που πρωτοστήθηκαν, αυτά τα θανατηφόρα εργαλεία ροκανίζουν ασταμάτητα κεφάλια. Μέχρι και το βασιλικό ζεύγος πέρασε από ’κει. Καταραμένη επανάσταση! Όταν πρωτοξεκίνησε, ο Πωλ ήταν απ’ τους πρώτους που απαρνήθηκαν τα μεγαλεία και τους τίτλους ευγενείας. Πήρε μέρος στην κατάληψη της Βαστίλλης ενθουσιασμένος από τα ιδανικά της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης. Αλλά σιγά-σιγά, τα πράγματα άρχισαν να ξεστρατίζουν. Από «πολίτης Πωλ Γκυγιέ», έγινε μέσα σε μια νύχτα κατηγορούμενος, «εχθρός του λαού». Να τον τώρα σ’ ένα τεράστιο κελί, μαζί με καμιά πενηνταριά άτομα να περιμένει την γκιλοτίνα.
Φέγγει πια για τα καλά. Κοιτάζει απ’ τον φεγγίτη τον ήλιο. Τελευταία φορά, τι όμορφος που είναι! Δεν τον είχε δει ποτέ άλλοτε κατάματα, του φαίνεται πως του χαμογελά. Η ζέστη αρχίζει να γίνεται αποπνικτική, η μυρωδιά του φόβου απλώνεται πάνω στους μελλοθάνατους και το στομάχι του κοντεύει να εκραγεί. Τι καλά που θα ήταν να πέθαινε τώρα αμέσως, να μην είναι υποχρεωμένος να ζήσει αυτό το μαρτύριο. Παίρνει τα δακρυσμένα μάτια του απ’ τον ήλιο και παρατηρεί τους άλλους. Ταλαίπωροι, φοβισμένοι άνθρωποι. Η μοίρα τους κοινή. Ο επερχόμενος θάνατος τούς ενώνει κατά έναν παράξενο τρόπο, έστω κι αν δεν αλλάζουν μεταξύ τους ούτε μια κουβέντα. Αβάσταχτη σιωπή που κόβεται κάπου-κάπου από ένα σιγανό κλάμα.
Το βλέμμα του σκοντάφτει σε μια γυναίκα. Τα μαλλιά της είναι μακριά, θαμπά, βρώμικα. Όμως, το πρόσωπό της είναι φιλντισένιο, αστραφτερό παρά τους μαύρους κύκλους γύρω απ’ τα μάτια. Ζωή και θάνατος, αυτές είναι οι αποχρώσεις της. Άραγε πώς θα φαίνεται ο ίδιος; Νιώθει μια παράξενη έλξη γι’ αυτή τη γυναίκα, την πλησιάζει μα διστάζει να της μιλήσει. Τι έχουν να πουν δυο μελλοθάνατοι; Τίποτα, ή πολλά, πάρα πολλά…
Εκείνη τη στιγμή ανοίγει η βαριά πόρτα του κελιού. Καμιά εικοσαριά χωροφύλακες μπαίνουν μέσα, κραδαίνοντας τις μπαγιονέτες τους. Τους ακολουθούν δύο αξιωματικοί κι ένας πολίτης. Ο πολίτης κρατάει ένα χαρτί που το διαβάζει μεγαλόφωνα: «….Στο όνομα του λαού καταδικάζονται σε θάνατο οι εξής…», Αρχίζει να διαβάζει ονόματα. Ο Πωλ περιμένει να ακούσει το όνομά του. Αργεί, ίσως τη γλιτώσει σκέφτεται… «….Πωλ Γκυγιέ, Σαρλότ Ντεμυλά» Τα τελευταία ονόματα. Αυτού και της γυναίκας. Το κατάλαβε απ’ την χλωμάδα του προσώπου της κι απ’ το απρόσμενο σφίξιμο του χεριού του μες στο δικό της, παγωμένο χέρι. Ή ήταν αυτός που της το πρωτοέσφιξε, δεν έχει σημασία, την επόμενη στιγμή η γυναίκα πέφτει λιπόθυμη, ενώ μερικοί χωροφύλακες προσπαθούν να τη συνεφέρουν.
Η γυναίκα σηκώνεται, ανακτά την αυτοκυριαρχία της, αυτήν την ελάχιστη που απαιτείται για να μπει στη σειρά με τους άλλους κρατούμενους. Ακολουθούν με σερνάμενα βήματα τους χωροφύλακες. Μπαίνουν σε πέντε κάρα που τα σέρνουν κάτι ψωραλέα άλογα, ανά δεκάδες. «Με λένε Πωλ», «εμένα Σαρλότ», οι πρώτες τους λέξεις, μπορεί κι οι τελευταίες, κανείς δεν έχει διάθεση να μιλήσει, ο δρόμος προς την γκιλοτίνα σύντομος αλλά και πολύ μακρύς, αιώνιος.
Φτάνουν στην πλατεία που θα γίνει η εκτέλεση. Πλήθος κόσμου, γυναίκες μόνες και με μωρά στην αγκαλιά, ρακένδυτοι γέροι, παιδιά, άντρες ξεμπράτσωτοι που φτύνουν τα κάρα με το ετοιμοθάνατο φορτίο τους… «Θάνατος στους προδότες του λαού!» Πολύ μίσος, αδικαιολόγητο, το μίσος που πηγάζει απ’ τους εκάστοτε κυβερνώντες και βρίσκει απήχηση σ’ έναν εξαθλιωμένο όχλο. Η φτώχεια είναι ο καλύτερος σύμμαχος του αδιάκριτου μίσους. Όταν έχεις να φας απλά ασχολείσαι πρώτιστα με το φαγητό σου και μετά μπορείς να μισήσεις επιλεκτικά, όταν όμως είσαι νηστικός τότε μισείς τους πάντες και τα πάντα!
Κατεβαίνουν δεμένοι δυο-δυο απ’ τα κάρα. Είναι μαζί στο σκαλοπάτι του θανάτου. Ένας-ένας παίρνει τη θέση του κάτω απ’ την τεράστια γκιλοτίνα. Οι εκτελέσεις γίνονται με τη σειρά της λίστας που διαβάστηκε στην φυλακή. Ο Πωλ αρχίζει ασυναίσθητα το μέτρημα. «Δεκατρείς, έχουμε ακόμα λίγα λεπτά ζωής!» Είναι προτελευταίος, η Σαρλότ τελευταία. Το στομάχι του πέτρα, ενώ τα πόδια του αρχίζουν να τρέμουν. Θέλει να κατουρήσει αλλά κρατιέται. Σε λίγο θα τελειώσουν όλα, τέρμα οποιαδήποτε φυσική ανάγκη. Ούτε πείνα, ούτε δίψα, ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Χαμογελάει πικρά. Κοιτάζει τη Σαρλότ, το ίδιο πικρό χαμόγελο και στα δικά της χείλη. «Άραγε τι να σκέφτεται;»
«Είκοσι πέντε» ψιθυρίζει ο Πωλ, ενώ ένα ακόμα κεφάλι πέφτει στο καλάθι. Η Σαρλότ τον κοιτάζει: «Μακάρι να μπορούσα να τον γνωρίσω περισσότερο!» Αυτή η σκέψη την κάνει να αναρωτηθεί γιατί πεθαίνει τόσο νέα, δεν έχει προλάβει καν να γνωρίσει τον έρωτα. Ξεσπάει σ’ ένα βουβό κλάμα αλλά μετά από λίγο σταματάει. «Όχι, θα πεθάνω με αξιοπρέπεια».
Ήρθε η ώρα! Τους λύνουν. «Αντίο Πωλ!» Κάποιος την κρατάει σφιχτά ενώ ο δήμιος σπρώχνει τον Πωλ στην γκιλοτίνα. Του δένει τα μάτια και τον αναγκάζει να γονατίσει. Δε νιώθει πια τίποτα, είναι σαν νεκρός. Βλέπει μόνο αποσπάσματα της ζωής του να περνούν αστραπιαία από μπροστά. Το κεφάλι του είναι ήδη τοποθετημένο στην κατάλληλη θέση κι απλά περιμένει το τέλος. Φαντάζεται το τεράστιο δρεπάνι να ανυψώνεται και να είναι έτοιμο να τον ξαποστείλει μια κι έξω. Αρχίζει να μετρά αντίστροφα: «Τρία, δύο, ένα……» Δεν μπορεί, έχει περάσει ένας αιώνας κι ακόμα δεν έχει δει το άσπρο φως που λένε ότι συναντούν όλοι οι νεκροί. «Ώστε έτσι είναι ο θάνατος; Μοιάζει τόσο πολύ με τη ζωή;»
«Κωλόπραμα, τι στο διάολο έπαθε;» Ακούει κάποιον να λέει. Μα πώς μπορεί κι ακούει αφού έπρεπε να είναι ήδη νεκρός; Εκτός αν το κομμένο του κεφάλι μπορεί ακόμα να ακούει! Θυμήθηκε τον φίλο του που του έλεγε τις ιστορίες με τα κομμένα κεφάλια που εξακολουθούν για κάποιο διάστημα να είναι ζωντανά. Να, τώρα όπου νάναι θα πάψει να ακούει και θα βυθιστεί στον αιώνιο ύπνο. Αυτό ήταν! Εύκολο πράμα. Ανώδυνο. Νιώθει το κεφάλι του να κουνιέται, μα πώς είναι δυνατόν όμως να νιώθει και το σώμα και τα χέρια και τα πόδια; Τον τραβάνε. Του λύνουν τα μάτια. «Τυχερός είσαι, τη γλίτωσες για σήμερα. Χάλασε η γκιλοτίνα…»
Τους φορτώνουνε σ’ ένα κάρο. Αυτόν και τη Σαρλότ. Επιστροφή στη φυλακή, πάνω στην αναμπουμπούλα ξέχασαν να τους δέσουν. Δεν πιστεύει ότι είναι ακόμα ζωντανός. Κι η Σαρλότ το ίδιο. Τι πιθανότητες είχε να χαλάσει η γκιλοτίνα μετά από σαράντα οχτώ επιτυχείς εκτελέσεις; Δεν έχει σημασία, μόνο ότι είναι ζωντανοί. Σε μια απότομη στροφή το κάρο ανατρέπεται. Ο οδηγός τσακίζεται κάτω απ’ το βάρος του ψωραλέου αλόγου. Οι δύο χωροφύλακες που συνοδεύουν το φορτίο βρίσκονται τραυματισμένοι κάτω απ’ τα συντρίμμια του κάρου. Το ζευγάρι, πιάνεται χέρι-χέρι και τρέχει μέσα στα στενά δρομάκια του Παρισιού. Είναι ζωντανοί, είναι ελεύθεροι! Χάνονται μες στον κόσμο που συνεχίζει ανέμελος την καθημερινή του πορεία. Τα χέρια τους είναι ζεστά, καίνε! Η φλόγα της ζωής, που τώρα ξαναρχίζει.
Την ίδια ώρα στην πλατεία, οι τεχνίτες προσπαθούν να ξαναφτιάξουν την γκιλοτίνα. «Έτοιμη». Τη δοκιμάζουν σ’ ένα κορμό δέντρου. Το δρεπάνι ανασηκώνεται στο καθορισμένο ύψος. Ακούγεται ένα «χρακ» κι ένα κομμάτι κούτσουρο, μεγέθους ανθρώπινου κεφαλιού πέφτει μες στο πεινασμένο καλάθι. H γκιλοτίνα μπορεί να συνεχίσει απτόητη το έργο της. Μόνο δυο της ξέφυγαν αλλά τι σημασία έχει;
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|