| Ο ήλιος ήταν φωτιά.
Φωνές, χτυπήματα, βογκητά.
Παντού η ζέχνα απ' το αίμα και τον ιδρώτα.
Mένα δε με δερναν, γιατί έσκαβα πολύ.
Οι φουσκάλες είχαν σπάσει και το κρέας γίνηκε ένα με το ξύλο.
Κόκκινο το στειλιάρι απ'το αίμα αλλά δε σταμάταγα ποτέ.
Μονάχα μια ματιά έριχνα στον ουρανό και δώστου πάλι, βάραγα αγόγγυστα.
Ο καιρός περνούσε και σωνόταν η δουλειά.
Κι όσο σωνόταν η δουλειά σωνόταν και η χρεία μας.
Έναν έναν μας άφηναν να ψοφολογάμε.
Μα γω δεν χαμπάριαζα.
Όσο έριχνα καμια κλέφτη στον ουρανό δε φοβομαν τίποτα.
Και ένα μεσημέρι ήρθε η ώρα που σώθηκε ολάκερη η δουλειά.
Είχαμε μείνει λίγοι.
Με το που τελειώναμε μας αμολούσαν να πάμε στα χωριά μας.
Μοναχά εμένα και τον αδερφό μου δεν μολήσαν.
Μας κράτησαν για την τελευταία τρύπα.
Ήμασταν λέει οι καλύτεροι.
Κι έτσι σβέλτα τελειώσαμε και μεις και πήγαμε να βγούμε όξω.
Είχαν φύγει όμως τα αφεντικά και μείναν μονάχα οι επιστάτες.
Και άχτι μας είχαν πολύ, γιατί ποτέ τους δε μας βάρεσαν.
Με τα όπλα μας πήραν και μας ρίξαν στο λάκκο που παραχώναμε όσους δεν άντεξαν.
Μας βάλαν να σκάβουμε και μας είπαν πως όποιος σταματήσει πρώτος θα σκοτώνανε τον άλλο, εξόν άμα σκάβαμε μέχρι το πρωί.
θαρρούσαν πως από τη μπόχα τη δίψα και την κούραση δεν θα αντέχαμε πολύ.
Αλλά εμείς, σκύλοι δε σταματήσαμε στιγμή, βαράγαμε αλύπητα.
Όλο το βραδυ μας γέλαγαν μας βρίζαν και μας πέταγαν αποτσίγαρα.
Πίναν τρώγαν και γλένταγαν πάνω από τα κεφαλια μας και περίμεναν σαν τα κοράκια πότε θα σταματάγαμε κανένας απ τους δυο μας.
Και ήρθε το πρωί, πήρε ο ήλιος να γλυκαίνει.
Το χαντάκι κόντευε στις πέντε οργιές.
Έτσι λοιπόν είπαν να μας φέρουν σκοινιά να μας βγάλουν όξω.
Εγώ άντεχα.Ολάκερο το βράδυ κοιτούσα κλεφτά τον ουρανό.
Μα ο αδερφός μου είχε κουραστεί, οπότε σκεφτομαν ότι θα τον έπαιρνα στην πλάτη και θα το έκοβα για το χωριό η τουλάχιστον μέχρι να ξεμακρύνουμε από την κόλαση τούτη.
Δεν το ήθελε η τύχη μας όμως.
Φασαρία πολύ ακούστηκε και άλογα που χλιμιντρούσαν.
Είχε έρθει διαταγή από τους αφέντες να μείνουν οι επιστάτες μαζί με στρατιώτες να προσέχουν το έργο.
θέριεψαν οι επιστάτες από τα μαντάτα και δίψασαν για αίμα.
Φώναξε τότε ο αδερφός μου πως είχε έρθει το πρωί και να μας βγάλουν.
θέριεψαν περισσότερο τότε εκείνοι.Χολή έσταζε το στόμα τους σαν του αποκριθήκαν.
-Δεν μας είχαν πει ποιο πρωί.Μπορεί να είναι το πρωί αύριο η μεθαύριο και άμα ήταν κουρασμένος μπορούσε να κάτσει να ξαποστάσει και θα τον βγάζανε όξω.
Ένας όμως θα έμενε για πάντα εκεί.
Ο αδερφός μου είχε γυναικα και παιδί οπότε τούπα να σταματήσει και να γλυτώσει το κεφάλι του.
Δε μάκουγε όμως και συνεχίσαμε να σκάβουμε ίσα με το απόγευμα.
Τα χείλια μας είχαν σκίσει από τη δίψα και ο ιδρώτας μας ήταν κρύος.
Έτρεμαν τα κορμιά μας μα γω δε σκιαζόμαν.Κοίταζα τον ουρανό και συνέχιζα.
Οι αφέντες είχαν στείλει σφαχτά και κρασί στους επιστάτες να τους καλοκαρδίσουν οπότε και αυτοί δεν είχαν τίποτε άλλο και μας κάναν χάζι.
Ρώταγαν για το χωριό για τα γονικά μας και άμα είχαμε καβαλήσει καμια τσούπρα ποτέ μας κι άλλα τέτοια στο μεθυσολόγι τους.
Ο αδερφός μου τους αποκρινόταν μήπως μας λυπηθούν και μας αφήσουν.
Μα αυτοί τόχαν πάρει πατριωτικά.Μέχρι και στοιχήματα είχαν βάλει ποιος θα σταματήσει πρώτος.
Γω κοίταζα τον ουρανό μονάχα και έσκαβα.Δε με έπαιρνε να σταματήσω.
Ώσπου με είδε ένας από αυτούς σαν έριχνα μια από τις κλεφτές και μ'αποκρίθηκε.
-Τι κοιτάς ρε χαϊβάνι τον ουρανό?Περιμένεις μήπως να ξημερώσει πάλι?
-Όχι αφέντη.Δύναμη παίρνω απ τα ουράνια.
Του είπα.Σφάλμα μεγάλο γιατί μου πρόσταξε τότε να μη ξανασηκώσω κεφάλι.
Μα εγώ δεν άκουσα και όποτε δε βαστούσα κοίταζα ψηλά.
Τότε πέτρες μου πετούσαν και με βρίζανε αλλά δε με ένοιαζε.
Έβλεπα ουρανό.
Έτσι πέρασε και το βράδυ και ήρθε πάλι το γλυκοχάραμα.
Οι κινήσεις μας αργές και βαριές.Ο γκασμάς ήταν σα να ζύγιζε εκατό οκάδες.
Ο αδερφός μου τους ξαναποκρίθηκε με σπασμένη φωνή, πως πάλι είχε έρθει το πρωί.
Μα δαύτοι γέλασαν και τουπαν πως δεν ήταν το πρωί εκείνο που μας υποσχέθηκαν.
Στα λόγια εκείνα ο αδερφός μου δεν άντεξε άλλο.Λύθηκαν χέρια γόνατα και λιγοθύμησε.
Οι χαρές που κάναν τα καθάρματα δεν περιγράφονται.
Όσοι από αυτούς κοιμόταν ξύπνησαν να δουν ποιος κέρδισε.
Ευθύς μου έριξαν σκοινιά να δέσω τον αδερφό μου να τον ανεβάσουν.
Η τρύπα ήταν κοντά οχτώ οργιές.
Μόλις τον έδεσα έριξα μια ματιά στον ουρανό, χαμογέλασα και ευτυχισμένος έπεσα να κοιμηθώ μέσα στα χώματα χωρίς να με νοιάζει πως θα με σκοτώσουν.
Δε ξέρω πόσες ώρες η μέρες είχαν περάσει αλλά ξύπνησα από τη δίψα και τη πείνα.
Το στόμα μου ήταν στεγνό και πνιγμένο στη σκόνη.
Δεν είχα σταγόνα σάλιο αλλά ούτε και αίμα είχα στα χείλη.
Δίπλα μου είχαν πετάξει ένα ασκί με νερό και ένα μουχλιασμένο ξεροκόμματο.
Χίμηξα πάνω τους σα νάταν το καλλίτερο κρασί και ψωμί.
Όταν τελείωσα φώναξα να ρωτήσω για τον αδερφό μου και γιατί ήμουν ζωντανός και φαγωμένος.
Μου είπαν πως όταν συνήλθε ο αδερφός μου, για να φύγει έπρεπε να αποφασίσει πως θα πέθαινα εγώ.Όταν το άκουσε αυτό άρχισε να τους βρίζει και μετά να τους παρακαλάει να τον ρίξουν στη τρύπα και να βγάλουν εμένα.
Οπότε αποφάσισαν να βγάλουν και εμένα αλλά σα θα με βγάζαν θα μου βγάζαν και τα μάτια να μη ξαναδώ ποτέ τον ουρανό.
Σα το άκουσα αυτό χάρηκα για τον αδερφό μου.
Τους αποκρίθηκα πως καλά θα κάναν να με τουφεκίσουν η να με παρατήσουν να ψοφήσω σα το σκλι.
Αυτοί γέλαγαν πάλι και πήραν κλαδιά και σκέπασαν την τρύπα να μη φαίνεται ουρανός.
Σηκώθηκα και έπιασα τον γκασμα και άρχισα να σκάβω.
Ώρες αργότερα απορημένοι που έσκαβα ακόμα με ρώτησαν για που το έβαλα και σκάβω έτσι με μανία.
-Όπου με βγάλει αφέντες.Ώσπου να δω ουρανό, όπου με βγάλει.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|