| Ήταν κι ο χρόνος έτσι πια που δεν τον αναγνώριζες:
Γέρος, κρατούσε ένα αποτσίγαρο και πάσχιζε να τ ' ανάψει πεισματικά μες τη βροχή.
Ήμουν κι εγώ έτσι πια, που δεν με αναγνώριζες :
Νέος , μ' ένα τσιγάρο σφηνωμένο πίσω απ τ ' αυτί κι ένα ολοκαίνουργιο αναπτήρα ,
που δεν άναβε..
Κι ήσουν κι εσύ έτσι πια, που δεν σε αναγνώριζα..
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|