|
Ήταν σαν σύννεφα αχαλίνωτα
Που έβρεχαν (το κατόπι μας) τα κεφάλια μας
βουνά που τρεμαν μέσα μας ,
γίγαντες υποτακτικοί ,ύπουλων, άφαντων θεών (δαιμόνων),
μας βούλιαζαν στα χάλια μας
Γίναμε πλήθος που ψέλνε των ποτηριών και του κρασιού εδάφια.
Ταιριάζοντας ποτό ,ζωή και λησμονιά να χουνε μια συνάφεια
Κει που ποτίζαμε, ατυχώς (νομίζαμε ατυχώς), ελπίδες με απόνερα
Είδαμε άδηλα ,κρυφά, να ανθίζουν νέα όνειρα.
Σαν ώρες δίχως τελειωμό
Έραιναν τα κεράσματα
Και φούντωναν τα πάθη μας
μες σε ψυχών χαλάσματα.
Ένα πλήθος που έψελνε στα σύνορα ( όρια )σούρας και κατάνυξης
Και ελπίδες ,φούσκες άγγελοι ,μιας πληγωμένης (επερχόμενης?) «Ανοιξης.»
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|