|
Οι θεατές κοιτούσανε τ αλόγου τη σκιά
που με τον ήλιο κάλπαζε,και πριν ανάψουν φώτα
της δώσανε ένα όνομα γνωστό,στην αγορά
και μπρος σε κάθε εικόνα της,χτυπούσανε την πόρτα
Περάστε ...λέγαν,κι απ αυτήν,οι λέξεις συνταγές
φράσεις τ ονείρου γίνονται,π ανέμελα καλπάζουν
Με των ερώτων άλλοτε,φωνές απατηλές
Κι άλλοτε με των μαχαιριών σκληρές λεπίδες,σφάζουν
Και χτύπαγαν τις πόρτες της,πολλοί...πάρα πολλοί
τα ιδιαίτερα χτυπήματα,πως να τα καταλάβει?
Μιά νύχτα που περίμενε...Νοέμβρη,στο γυαλί
δυό λέξεις αβγατίζανε...πότε είχανε,προλάβει?
Παραφυάδες,σπέρματα...πολλαπλασιασμοι
καθώς ο κήπος άνθιζε....άρχισε να μαθαίνει
υπήρχαν,βλέπεις κι οι παλιοί των στίχων,οι λυγμοί
θα ήταν αστείο,να έλεγε...πως δεν καταλαβαίνει
Τα ξέρει τα ιδιαίτερα και τα περαστικά...
θυμάται...δίχως να μετρά,κι αναρωτιέται μήπως
αντί για τον παράδεισο,ανήκει τελικά
Σαν του Ιερώνυμου του Μπος στην,κόλαση ο κήπος
Μπααα...όλα είν απλοικά,σαν κρύσταλλο,νερό
Τι δεν κατάλαβε ποτέ,όμως γιατί της λέει?
Το δέντρο,που συμπάθησε,στ ονείρου τον καιρό
κι από τη χλωροφύλλη του,αισθητικά αναπνέι
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 7 Στα αγαπημένα: 2
| | | | | | |
|