Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132744 Τραγούδια, 271243 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Β Μερος
 
ΜΕΡΟΣ Β΄

Η Βάντα κοίταξε το ρολόι της, είκοσι μία και πέντε. Άρχισε να μαζεύει τα απλωμένα ρούχα στον πάγκο. Σε λίγο το κατάστημα έκλεινε. Έριξε μία ματιά στο γραφείο του αφεντικού. Μιλούσε στο τηλέφωνο. Ευτυχώς ήταν απασχολημένος. Με βιαστικές και γρήγορες κινήσεις δίπλωνε τις μπλούζες και τις έβαζε στα ράφια. Μια κουραστική μέρα πέρασε.
«Βάντα τελείωσες;»
«Σε λίγο, κύριε Μακρίδη». «Θέλω κάτι να σου πω». Πάλι τα ίδια. Η καρδιά της χτυπούσε. Σίγουρα είχε πάλι τη γνωστή ενδιαφέρουσα πρόταση «Θα μου κάνεις την τιμή να φάμε απόψε μαζί;» είπε. Εκείνη έσφιξε τα χείλη. Επιστράτευσε όλη την ευγένεια που είχε και….. «Λυπάμαι, κύριε Μάρκο, με περιμένουν στο σπίτι».
«Πάλι; Μου φαίνεται ότι με αποφεύγεις ή όχι;».
«Όχι βέβαια, μια άλλη φορά». Πήρε βιαστικά την τσάντα της, πέταξε ένα «Καληνύχτα σας» και έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Ο ήχος από τα τακούνια της αντηχούσε στο πλακόστρωτο. «Που θα μου πας, παλιοθήλυκο, δε θα τη γλιτώσεις» μουρμούρισε. Από καιρό τώρα είχε βαλθεί να τη ρίξει στο κρεβάτι, όπως έκανε με όλες τις προηγούμενες υπαλλήλους, γι’ αυτό και καμία δεν έμενε περισσότερο από έξι μήνες. Και όσο το κορίτσι αντιστεκόταν, τόσο αυτός αφήνιαζε. Ήταν όμως σίγουρος για τη νίκη του. Δε θα τη γλίτωνε. Ήταν θέμα χρόνου.
Η Βάντα πήρε το λεωφορείο αναστατωμένη, έβλεπε ότι για λίγο χρόνο ακόμη θα παρέμεινε σ’ αυτή τη δουλειά. Και θα άρχιζε πάλι το τρέξιμο. Όμως, δεν θα γινόταν ποτέ ερωμένη κανενός. Τον έρωτα τον έβλεπε αλλιώς. Ήθελε πρώτα την αγάπη και μετά τον έρωτα. Δεν θα δινόταν κανενός αν δεν τον αγαπούσε, αν δεν το ήθελε και η ίδια. Αυτό ήταν απόφαση ζωής και δεν θα την άλλαζε για κανέναν και για τίποτα. Οι ανάγκες της ήταν μεγάλες, αλλά εκείνη δεν σκόπευε να συμβιβαστεί για τίποτε. Δε θα βρώμιζε αυτό που θεωρούσε την πιο ωραία ολοκλήρωση της ανθρώπινης σχέσης.
Η Βάντα μπήκε μέσα στο σπίτι, χαιρέτησε τη μητέρα της και τράβηξε προς το υπνοδωμάτιο. Τα μάτια της ήταν θολά. Η μάνα κάτι κατάλαβε. Η διαίσθησή της δεν την γελούσε ποτέ.
«Τι συνέβη κορίτσι μου; Έχεις κάτι;»
«Όχι, μαμά, τίποτα, μην ανησυχείς, τίποτα».
Η κυρά – Παρθένα κατάλαβε «Πάλι τα ίδια! τι θ’ απογίνουμε, Θεέ μου;» μουρμούρισε βγάζοντας έναν αναστεναγμό. Ήταν ώρα για το μαγαζί. Κρατούσε με τα δόντια ένα μικρό καφέ – μπαρ στη γειτονιά. Απόψε άργησε. Ο Στέφος θα είχε κουραστεί περιμένοντάς την. Έφυγε βιαστική. Κάποιοι θαμώνες βρίσκονταν ήδη στις γνώριμες θέσεις τους. Σιωπηλή και ευγενική δεχόταν τις παραγγελίες. Συχνά αναστέναζε. Η ορθοστασία την κούραζε. Τα πόδια της πρήζονταν. Αυτή όμως συνέχιζε να εξυπηρετεί και τον τελευταίο ξενύχτη πελάτη. Ξημερώματα τελείωνε. Συγύριζε το μαγαζί και έφευγε. Έτσι έγινε κι απόψε. Ήταν πέντε το πρωϊ όταν έβαλε το κλειδί στην πόρτα. Μπήκε αθόρυβα. Ξάπλωσε. Ο ύπνος όμως δεν ερχόταν. Η σκέψη της στα δύο παιδιά της, τη Βάντα και τον Δημήτρη. Η οικογένειά της, ο κόσμος της. εδώ και δέκα χρόνια πρόσφυγες του πολέμου από την Τασκένδη πήραν το δρόμο για την πατρίδα. Σ’ αυτήν στήριξαν όνειρα και ελπίδες απλές, καθημερινές. Να ζήσουν ειρηνικά, να δουλέψουν, να παλέψουν, να επιβιώσουν. Η έγνοια της μάνας, τα δύο παιδιά της. τα μοναδικά αγαπημένα πρόσωπα. Ήθελε μόνο να τα δει αποκατεστημένα, όταν έκλεινε τα μάτια της. αυτό ήταν το όνειρό της. Τίποτε άλλο, ούτε πλούτη, ούτε μεγαλεία, ούτε παράλογα όνειρα. Γι’ αυτό πάλευε. Όμως τα πράγματα στην πατρίδα ήταν δύσκολα. Βοήθεια από πουθενά. Νοίκιασαν ένα μικρό παλιό σπιτάκι και ρίχτηκαν όλοι μαζί στον αγώνα της ζωής. Τότε ξενοικιάστηκε το μικρό καφενεδάκι της γειτονιάς. Η κυρά – Παρθένα αποφάσισε να το νοικιάσει και να το δουλέψει η ίδια. Έβαλε όλες τις οικονομίες της, το έβαψε μόνη της, το νοικοκύρεψε. Έγινε ένας χώρος πολύ συμπαθητικός. Διαφορετικοί άνθρωποι φιλοξενούνταν σ’ αυτό από νωρίς το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ. Ένας καφές, ένα ποσό, ένα ουζάκι, μουσική για όλα τα γούστα συντρόφευαν τους μοναχικούς συνήθως θαμώνες. Ψυχή του μαγαζιού η κυρά – Παρθένα, πάντα γελαστή και ευγενική και όταν ακόμη από μέσα της έβγαινε ένας λυγμός. Δεν παραπονιόταν ποτέ. Τις πρωϊνές ώρες καθάριζε τις σκάλες μίας πολυκατοικίας και το απόγευμα στο καφενεδάκι. Κάπου – κάπου τη βοηθούσαν τα παιδιά. Δεν τους το ζητούσε ποτέ. Εκείνα καταλάβαιναν και βοηθούσαν όσο μπορούσαν… Ήταν όμως μερικά βράδια που η απουσία τους βάραινε μέσα της. όμως δε μιλούσε. Άντεχε, υπέμενε, έλπιζε. Πάντα όρθια και καρτερική με τη σκέψη στα παιδιά της δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει σπίτι. Αλλά όσο εκείνη βιαζόταν, τόσο ο χρόνος της φαινόταν ότι κυλούσε αργά και ολοένα κάποιος ξενύχτης ξεμπάρκαρε στο μαγαζί.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν ήρεμα. Ο κ. Μαρκίδης ήταν τυπικός. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή να χτυπήσει. Η Βάντα χαλάρωσε, άλλωστε πλησίαζε και η άδειά της. Αυτό θα ήταν μία ανάσα. Θα ξεκουραζόταν, θα πήγαινε στη θάλασσα, θα βοηθούσε τη μητέρα της, θα έκανε ό,τι ήθελε. Ήθελε πολύ ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι σ’ ένα νησί του Αιγαίου. Οπουδήποτε!!! Να άλλαζε τοπίο μέσα και έξω. Να κρεμάσει μία μηχανή στον ώμο και να απαθανατίσει τα πάντα, τη θάλασσα, τη δύση, την ανατολή, τα πάντα. Η φύση την τραβούσε όσο τίποτε άλλο. Ν’ αναπνεύσει την αλμύρα, ν’ αφήσει το κορμί της να το χαϊδέψουν οι καυτές ακτίνες του ήλιου. Να ξεχάσει ποια είναι, από πού έρχεται, τι θέλει, να χαρεί το τώρα, την περιπλάνηση σπάζοντας τα όρια του ορίζοντα, αλλά πάντα υπήρχε ένα αλλά στη ζωή της, σ’ αυτό σκόνταφταν τα θέλω της και φρενάριζαν τα όνειρά της. Και τώρα υψωνόταν μπροστά της, ήταν η μάνα, το μαγαζάκι πώς να τα άφηνε όλα κοιτάζοντας τον εαυτό της. Όλα αυτά στριφογύριζαν στο μυαλό της εκείνο το απόγευμα του Σαββάτου, καθώς καθόταν στο μικρό σαλονάκι του σπιτιού, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε, ήταν η φίλη της η Μάγδα από την Αθήνα. Αφού αντάλλαξαν τις συνηθισμένες κουβέντες, η Μάγδα την κάλεσε να κατέβει στην Αθήνα και να περάσει λίγες μέρες μαζί της, μιας και θα έπαιρνε την άδειά της.
«Θα το συζητήσω με τη μαμά και θα σου πω» της είπε. Μέσα της όμως, κάτι φτερούριζε. Η πρόσκληση ήταν ό,τι καλύτερο γι’ αυτή τη στιγμή. Την περίμενε με αγωνία και όταν εκείνη μπήκε, το κορίτσι της είπε για το τηλεφώνημα της φίλης της. Πάντα ζητούσε την έγκρισή της. Η γνώμη της βάραινε ιδιαίτερα «Εσύ τι λες, αν καταβαίνω καλά, πετάς τη σκούφια σου, έτσι δεν είναι;», «Ναι, μαμά… σωστά κατάλαβες», «Τότε να πας» είπε κοφτά και προχώρησε προς την κρεβατοκάμαρα. Ο Δημήτρης ήταν έξω μ’ έναν φίλο του. Η γυναίκα ξεντύθηκε και ξάπλωσε στον καναπέ, προσπαθώντας να ξεκουράσει τα πονεμένα πόδια της. Αν δεν άκουγε το κλειδί στην πόρτα δεν την έπαιρνε ο ύπνος. Κι απόψε ο Δημήτρης αργούσε. Κάποια στιγμή τον άκουσε. Μόλις την αντιλήφθηκε, την πλησίασε, της χάϊδεψε τα μαλλιά και είπε: «Γιατί, ρε μάνα, δεν πας να κοιμηθείς; Είμαι μεγάλο παιδί πια, γιατί ανησυχείς; Άντε πήγαινε» τη φίλησε και προχώρησε προς το μπάνιο. Μεταξύ τους υπήρχε ένα ιδιαίτερο δέσιμο. Η κυρά – Παρθένα αφοσιώθηκε σ’ αυτό το παιδί το τόσο ευαίσθητο και νευρικό.
Στη συνέχεια ο χρόνος κυλούσε μέσα σε μια γλυκιά αναμονή. Ο Αύγουστος είχε μπει για τα καλά. Η Βάντα απολάμβανε τις πρώτες μέρες των διακοπών με τη φίλη της τη Μάγδα κάνοντας περιπάτους, κολυμπώντας και παρακολουθώντας κάποιες θεατρικές παραστάσεις. Ιδιαίτερα τις άρεσε το κολύμπι σε διαφορετικές ακρογιαλιές της Αττικής, αυτό ήταν το καλύτερό τους.
Συνήθως πήγαιναν με τη μηχανή της Μάγδας που τις βοηθούσε στις μετακινήσεις τους, που την πρόσεχε σαν τα μάτια της και καμάρωνε γι’ αυτήν. Μάλιστα, είχαν αποφασίσει να πάνε ένα ταξίδι στη Τήνο, να προσκυνήσουν την Παναγιά και να γυρίσουν το νησί με τη μηχανή.
Εκείνο το απόγευμα της Κυριακής του Αυγούστου, όπως πάντα, τα κορίτσια γύριζαν μετά από μία πολύ ευχάριστη μέρα στη θάλασσα, από τη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Το καυτό αεράκι μπάτσιζε τα ηλιοκαμμένα πρόσωπά τους. Ο Αύγουστος ήταν και φέτος ο πιο καυτός μήνας του καλοκαιριού. Οι σύγχρονες αμαζόνες κουβέντιαζαν που θα πήγαιναν να απολαύσουν τη μαγική πανσέληνο του Αυγούστου. Τα κορίτσια δε συμφωνούσαν για το μέρος. Ξαφνικά η Μάγδα βλέπει ένα αυτοκίνητο να μπαίνει στο αντίθετο ρεύμα με ιλιγγιώδη ταχύτητα και πριν προλάβει να αντιδράσει ακούστηκε ένα μπαμ και όλα σκοτείνιασαν γύρω τους. Τα δύο κορίτσια εκτινάχτηκαν μακριά σε μεγάλη απόσταση από το σημείο σύγκρουσης. Τα αναίσθητα κορμιά τους πετάχτηκαν ματωμένα μακριά από το δρόμο, ενώ η μηχανή καιγόταν αναποδογυρισμένη. Το αυτοκίνητο αφού χτύπησε τη μηχανή συνεχίζοντας την τρελή πορεία του, προσέκρουσε σε μία κολώνα της ΔΕΗ και πήρε φωτιά. Εκείνη την ώρα γύριζε ο Φίλιππος από ένα επαγγελματικό ραντεβού. Έτυχε να είναι ο πρώτος που είδε το ατύχημα και σταμάτησε. Έσκυψε πάνω στο αναίσθητο κορμί του ενός κοριτσιού και έπιασε το σφυγμό. Το κορίτσι ήταν ζωντανό. Λίγο πιο πέρα ξαπλωμένο το άλλο κορίτσι ματωμένο αιμορραγούσε. Οι τσάντες τους είχαν πεταχτεί μακριά, η μία ήταν ανοιγμένη. Έσκυψε πάνω τους, μάζεψε τις τσάντες τους περιμένοντας το ασθενοφόρο, που αργούσε. Τον έπιασε αγωνία. Ξαναπήρε τηλέφωνο στο ΕΚΑΒ. Μετά από ένα τέταρτο είχε φτάσει μαζί με την Πυροσβεστική. Τα κορίτσια μεταφέρθηκαν στον Ευαγγελισμό. Ο Φίλιππος ακολούθησε το ασθενοφόρο χωρίς να ξέρει γιατί εντελώς ασυνείδητα. Κάποια στιγμή στη θέση του συνοδηγού είδε τη μία τσάντα μισάνοιχτη. Την άνοιξε, πήρε την ταυτότητα, διάβασε εντελώς μηχανικά όνομα, επώνυμο, ηλικία, τόπος κατοικίας, την άφησε δεν τον ενδιέφεραν, εκείνο που τον γέμιζε αγωνία ήταν η ζωή των κοριτσιών.
Τα κορίτσια μεταφέρθηκαν αμέσως στο χειρουργείο. Έμεινε εκεί για ώρες. Τηλεφώνησε στον Άλκη να μην ανησυχεί. Μετά από πέντε ώρες περίπου τις μετέφεραν στην εντατική. Ο Φίλιππος γύρισε το πρωί στο σπίτι και προσπάθησε να κοιμηθεί. Σηκώθηκε αργά το μεσημέρι και έφυγε για το Νοσοκομείο. Πέρασε πρώτα από την τροχαία για να καταθέσει ως αυτόπτης μάρτυρας. Όταν έφτασε στο Νοσοκομείο πληροφορήθηκε ότι το ένα κορίτσι ήταν πιο βαριά και βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση τουλάχιστον για ένα εικοσιτετράωρο. Ο θάνατος φτερούγιζε στο προσκεφάλι του. Στην άκρη του διαδρόμου μια γυναίκα και ένας νεαρός κρατούσαν τα κεφάλια τους αμίλητοι. Τους πλησίασε «κουράγιο» είπε «όλα θα πάνε καλά» και κάθισε δίπλα τους.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μέρες μεγάλης αγωνίας. Η κυρά – Παρθένα περνούσε έξω από την εντατική τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Τις άλλες κατέφευγε στην εικόνα της Παναγίας στο παρεκκλήσι του Νοσοκομείου και προσευχόταν με πόνο ψυχής «Μη μου την πάρεις Παναγιά μου, είναι όλη μου η ζωή, όλα μου τα όνειρα, μη μου την πάρεις!!!» και τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι στο πρόσωπό της. Με το κλάμα και την προσευχή ανακούφιζε τον πόνο της και η πίστη της έδινε θάρρος και ελπίδα ν’ ανεβαίνει τον καθημερινό δρόμο του Γολγοθά περιμένοντας την Ανάσταση. Μετά από είκοσι μέρες, η Βάντα άνοιξε τα μάτια της και άρχισε ν’ αποκτά επαφή με τη ζωή. Ήταν σα να ξύπνησε από έναν βαθύ λήθαργο. Σιγά – σιγά ανακτούσε τις αισθήσεις της. η φίλη της, η Μάγδα είχε βγει από το Νοσοκομείο. Ήταν καλά. Η Βάντα νοσηλεύτηκε άλλον έναν μήνα. Η μητέρα της δεν έφυγε από το πλευρό της. Ο Δημήτρης γύρισε στη Θεσσαλονίκη να φροντίσει το μαγαζί. Ο Φίλιππος, όταν η Βάντα συνήλθε και άρχισε να αναρρώνει της έστειλε μια ανθοδέσμη με λευκά τριαντάφυλλα με μια καρτούλα που έγραφε «Καλή ανάρρωση, η ζωή σου από δω και πέρα να είναι μόνο τριαντάφυλλα». Εκείνη συγκινήθηκε. Η μάνα, πάντα δίπλα της, είχε αποκτήσει έναν πολύ καλό φίλο, τον Φίλιππο. Συμπαραστάθηκε σαν παλιός, αληθινός φίλος. Η γυναίκα ένιωθε ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη που την είχε εκφράσεις πολλές φορές. Όταν το κορίτσι έγινε καλά πήρε εξιτήριο. Όλο αυτό ήταν μια πικρή εμπειρία, είχε όμως και την καλή του πλευρά, απέκτησαν έναν πολύτιμο φίλο. Του ζήτησαν να τις επισκεφθεί στη Θεσσαλονίκη και εκείνος δέχθηκε την πρόσκληση με χαρά και ικανοποίηση.
Από τότε έγινε ο φίλος της οικογένειας. Κάθε φορά που καθόταν μαζί τους στο τραπέζι ένιωθε τόσο καλά σαν να βρισκόταν στο δικό του πατρικό, μικρό σπιτάκι της Ν. Ιωνίας του Βόλου. Ένιωθε ζεστασιά και θαλπωρή ανάμεσά τους. Ξαναζούσε τα χρόνια της αθωότητας που ήταν δύσκολα και δραματικά με τη διαφορά ότι είχε κατακάτσει μέσα σου κάθε πικρή ανάμνηση και κρατούσε μόνο τις καλές στιγμές όπως ήταν η ζεστασιά της μάνας που έβλεπε στο πρόσωπο της βασανισμένης αυτής γυναίκας, που του έδειχνε μεγάλη αγάπη και εμπιστοσύνη. Την αγάπη που στερήθηκε από μικρό παιδί, όταν η μητέρα του μην αντέχοντας τη σκληρότητα του πατέρα, εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη. Κάθε φορά που τα μάτια του διασταυρώνονταν με τα μάτια της Βάντας, ένιωθε μια ταραχή σα να’ ταν έφηβος και εκείνη μία τρεμούλα. Άρχισε να την ερωτεύεται αλλά ήταν πολύ επιφυλακτικός, προσπάθησε να το αποτρέψει, ήταν πολύ μεγάλος γι’ αυτήν, αλλά πάλι ήταν τόσο δυνατή η έλξη που τον αναστάτωνε. Για κάποιο μεγάλο διάστημα έπαψε ν’ ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη, προσπαθώντας να μείνει μακριά της, και να μην αφήσει αυτό το αίσθημα να βγει στο φως, αλλά να το θάψει μέσα του.
Οι δύο γυναίκες καταλάβαιναν την πραγματική αιτία της απομάκρυνσης του Φίλιππου. Όμως δε μιλούσαν γι’ αυτό, το απέφευγαν συστηματικά. Έτσι, πέρασαν δύο μήνες. Κάποια στιγμή η Βάντα δε μπορούσε να περιμένει άλλο. Μάταια προσπαθούσε ν’ απομακρύνει τη σκέψη της απ’ αυτόν. Οι περίπατοι στην παραλία έγιναν άχαροι, η συντροφιά της φίλης της Μαρίνας δεν την κάλυπτε πια, ακόμα και οι κουβέντες της φαίνονταν ανούσιες. Η ανεμελιά της νιότης έδωσε τη θέση της στην έγνοια του έρωτα, σαν μια φλόγα που δυνάμωνε και την έκαιγε. Αποφάσισε λοιπόν, να κάνει κάτι, να μην αφήσει τα πράγματα στην τύχη, να ξεφύγει από την αδράνεια της αναμονής. Τον πήρε τηλέφωνο και του ζήτησε να συναντηθούν «Φίλιππε, γιατί με ξέχασες; Σε περιμένω..» Το έκλεισε χωρίς να περιμένει απάντηση! Ήξερε ότι η καρδιά της δε θα τη γελούσε. Θα ερχόταν. Ήταν σίγουρη. Αλλά δεν μπορούσε να περιμένει κλεισμένη στο σπίτι. Βγήκε έξω. Άρχισε να περιπλανιέται στην αγορά της πόλης. Χάζευε σχεδόν αδιάφορα τις φωτεινές βιτρίνες. Στάθηκε μπροστά σ’ ένα γραφείο ταξιδίων. Προγράμματα, εκδρομές σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Χάρτες πολύχρωμοι διαφήμιζαν ταξίδια σε τόπους άγνωστους και στη μέση μια φωτεινή μεγάλη αφίσα με τον Πύργο του Άϊφελ. Η ματιά της καρφώθηκε πάνω της. Πάντα ονειρευόταν ένα ταξίδι στο Παρίσι. Έμεινε όμως μόνο στ’ όνειρο. Όμως αυτό που η ζωή δε μπορεί να σου δώσει, μπορείς να το φτάσεις με το όνειρο. Αλίμονο αν δεν υπάρχουν κι αυτά!! Είναι ωραίο να ονειρεύεσαι. Αυτό σημαίνει ότι ζεις, γιατί αν πάψεις να το κάνεις, η ζωή δεν έχει νόημα και σκοπό. Είσαι ένας ζωντανός – νεκρός. Αφέθηκε στο ταξίδι του ονείρου μιας και η πραγματικότητα δεν της επέτρεπε τέτοιες πολυτέλειες. Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Συνήλθε, με γρήγορες κινήσεις άρπαξε το κινητό «Έρχομαι… να με περιμένεις» και το’ κλεισε. Αυτή ήταν. Δύο λέξεις κοινές στ’ αφτιά της, όμως ακούστηκαν σαν μελωδία. Πέταξε από τη χαρά της. γύρισε σπίτι και άρχισε να σκέφτεται τι ρούχα θα φορέσει, πως θα χτενίσει τα μαλλιά της, πώς να γίνει όσο πιο όμορφη μπορούσε.
Όταν συναντήθηκαν ο Φίλιππος την αγκάλιασε στοργικά, την κοίταξε βαθιά στα μάτια και είπε: «Σ’ αγαπάω» πιάνοντας τα δυο της χέρια. Εκείνη ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά, την ανάσα της να κόβεται. Έγειρε πάνω του, εκείνος έσκυψε, τη φίλησε τρυφερά στα χείλη και ξαναείπε: «Σ’ αγαπάω, θέλω να το ξέρεις», «Κι εγώ, Φίλιππε σ’ αγαπάω, όσο τίποτε άλλο» είπε τρέμοντας χωμένη στην αγκαλιά του σαν σε απάνεμο λιμάνι. Το ήθελε πολύ, αλλά δεν μπορούσε να το πιστέψει, της φαίνονταν όλα αυτά ένα όνειρο που γρήγορα θα έσβηνε. Κι όμως, ο άντρας αυτός ήταν ερωτευμένος μαζί της, όσο και εκείνη. Ήταν ο πρώτος έρωτας της ζωής της και ίσως και ο μοναδικός. Από τότε έγιναν ζευγάρι. Έβγαιναν συχνά. Ο Φίλιππος ανέβαινε συχνά, σχεδόν κάθε Σάββατο στη Θεσσαλονίκη. Ήθελε να τη βλέπει, να της μιλά, ήθελε να τη γνωρίσει καλά. Ήταν η πρώτη φορά που είχε σχέση με ένα τόσο νέο κορίτσι. Είχε πολλές επιφυλάξεις και αμφιβολίες. Η απόσταση που τους χώριζε του δημιουργούσε ανησυχίες. Την ήθελε δίπλα του όσο πιο πολύ μπορούσε, έπαιρνε από τη νιότη της, την αγαπούσε, ήθελε να μάθει πως σκέπτεται, τι σήμαινε γι’ αυτήν και σ’ αυτό εμπόδιο στεκόταν ο χρόνος, η απόσταση που τους χώριζε. Ζούσε και εργαζόταν στην Αθήνα, το μυαλό του όμως ήταν στη Θεσσαλονίκη και όπου είναι το μυαλό εκεί είναι και η καρδιά του ανθρώπου. Έτσι πέρασε εκείνο το Φθινόπωρο. Και για εκείνη τη σχέση αυτή σήμαινε πολλά. Ο άντρας αυτός, που απρόσμενα της χτύπησε την πόρτα της καρδιάς της, σήμαινε πολλά. Ήταν ο σύντροφος, ο φίλος, ο πατέρας, που της έλειψε όλα αυτά τα χρόνια. Αγάπη, τρυφερότητα, στοργή, όλα ανάκατα μέσα της. Ήταν ο ιδανικός άνδρας. Οι γκρίζοι κρόταφοί του της γεννούσαν ένα αίσθημα σιγουριάς. Ήταν έμπειρος. Ήταν ο μέντορας της ζωής της. Δεν ήθελε με τίποτα να τον χάσει. Τον λάτρευε και τον θαύμαζε. Κάποια στιγμή γνώρισε και τον Άλκη. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Άλλωστε, τους ένωνε η ίδια αγάπη, η αγάπη του Φίλιππου.
Η κυρά – Παρθένα βλέποντας αυτή τη σχέση ήταν πολύ ανήσυχη. Είχε τις αντιρρήσεις της. Ο Φίλιππος ήταν μεγάλος για τη Βάντα. Τα είκοσι χρόνια που τους χώριζαν, ήταν ένα αγεφύρωτο χάσμα. Ένας ώριμος άνδρας και ένα νέο κορίτσι. Ήταν ένα αταίριαστο ζευγάρι που δεν θα μπορούσε να συμβιώσει. Φοβόταν ότι ο Φίλιππος θα έπαιζε μαζί της και μετά θα την άφηνε στο περιθώριο της ζωής του. Από την άλλη, η Βάντα ήταν ενθουσιασμένη και πολύ ευτυχισμένη, τυφλωμένη από τον έρωτα «Πρόσεχε, παιδί μου» της έλεγε «οι σχέσεις αυτές με φοβίζουν». Εκείνη τη διαβεβαίωνε ότι άδικα ανησυχεί. Όμως, την έζωναν τα φίδια. Αποφάσισε, λοιπόν, να του μιλήσει και όταν εκείνος ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη, τον συνάντησε μυστικά και προσπάθησε να κάνει μία συζήτηση μαζί του για το θέμα που την έκαιγε. «Φίλιππε, ξέρεις, πόσο σε συμπαθώ, σε εκτιμώ και σε ευγνωμονώ για ό,τι έχεις κάνει για μας μέχρι τώρα. Όμως ξέρεις, ότι έχω δύο παιδιά που τα λατρεύω. Δεν θέλω να πληγωθούν, ιδιαίτερα η Βάντα. Η κόρη μου δεν κάνει για σένα, ούτε εσύ γι’ αυτήν. Σας χωρίζουν πολλά. Σε παρακαλώ, δώσε ένα τέλος σ’ αυτή τη σχέση, πριν την κάνεις να πονέσει αργότερα».
Εκείνος την άκουσε προσεκτικά και ήρεμα «Μπορείς να μου πεις ποια είναι αυτά που μας χωρίζουν;» «Πρώτα η ηλικία, η Βάντα είναι ένα παιδί και συ θα μπορούσες να είσαι πατέρας της, έχεις μία οικογένεια, ένα παιδί, η κοινωνική σου θέση είναι πολύ διαφορετική. Ανήκεις σε άλλον κόσμο. Πιστεύεις ότι όλα αυτά είναι λίγα;» Θα ήθελε να του πει κι άλλα πολλά, αλλά δεν μπορούσε, ένιωθε έναν κόμπο στο λαιμό, μια ταραχή. Άλλωστε, δεν ήθελε η κουβέντα αυτή να ξεφύγει από τον έλεγχό της και να πάρει δυσάρεστο δρόμο. Ήθελε να τον πείσει όχι να τον θυμώσει, γιατί ήξερε ότι το κρυμμένο χαρτί το είχε εκείνος και δεν ήταν άλλο από την αγάπη της κόρης της. Ήξερε καλά ότι θα θυσίαζε τα πάντα γι’ αυτόν, όπως κάθε ερωτευμένη γυναίκα.
Εκείνος, όση ώρα μιλούσε την άκουγε σιωπηλά. Μόνο ένα νεύρο που χτυπούσε ψηλά στο αριστερό μάτι και η ματιά του που άρχισε να γίνεται σκληρή πρόδιδε την ενόχλησή του. Όταν η γυναίκα τελείωσε: «Κοίταξέ με καλά, πιστεύεις ότι εγώ ποτέ θα μπορούσε να κάνω κακό σ’ ό,τι αγαπώ περισσότερο στον κόσμο; Κοίταξέ με και πες μου τι βλέπεις;» Εκείνη τά χασε. Περίμενε άλλη αντίδραση. Έμεινε αμίλητη. Εκείνος επέμενε. Τότε τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Ο Φίλιππος την πλησίασε, της έπιασε τα χέρια, η ματιά μου ημέρωσε, και είπε: «Θέλω να είσαι σίγουρη ότι ένας άνθρωπος που αγαπάει πολύ, ποτέ δεν μπορεί να βλάψει αυτό που αγαπά. Την κόρη σου την αγαπάω αληθινά, σου υπόσχομαι ότι ποτέ, όσο εξαρτάται από μένα, δεν πρόκειται να την πληγώσω ποτέ, να το ξέρεις καλά αυτό. Όσο για όλα τ’ άλλα, όλα τα νικάει η αγάπη. Να ξέρεις ακόμη ότι δε θα κάνω ποτέ τίποτε χωρίς να το θέλει η ίδια». Σηκώθηκε απότομα και έφυγε βιαστικά. Η γυναίκα μάζεψε την ταραχή της, και έφυγε πιο ανήσυχη από πριν. Καθώς διέσχιζε την πλατεία αντίκρισε την Αγία Σοφία. Άναψε ένα κεράκι στην Παναγιά, προσκύνησε την εικόνα και είπε: «Παναγιά μου, βοήθησε να γίνει ό,τι είναι καλύτερο για το κορίτσι μου. Εσύ ξέρεις….». Έτσι, απλά, αποζητούσε την βοήθειά της σα μάνα σε μάνα που είχε πονέσει πολύ. Αυτό την ανακούφισε, ήθελε να πιστεύει ότι είχε μία σύμμαχο στην αγάπη για το σπλάχνο της.
Γύρισε σπίτι, βρήκε τον Δημήτρη στην τηλεόραση και τη Βάντα να ετοιμάζεται να βγει. Κατάλαβε, δε μίλησε, δεν είπε τίποτα. Μόνο, καθώς έβγαινε της είπε: «Κοίτα, μην αργήσεις το βράδυ», «Καλά μαμά, γεια» είπε φεύγοντας βιαστικά και αφήνοντας πίσω της ένα λεπτό άρωμα στον αέρα.
Συναντήθηκαν στον Πύργο, έτσι χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα. Αποφάσισαν ν’ ανέβουν στο Πανόραμα ν’ απολαύσουν το θέαμα της πόλης στα πόδια τους και πέρα μακριά τη θάλασσα, την ατέλειωτη θάλασσα του Θερμαϊκού που τους ταξίδευε μαζί με τα όνειρά τους. Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο απολαμβάνοντας τον απογευματινό καφέ. Εκείνος δε χόρταινε να την κοιτάζει. Ήταν τόσο όμορφη και δροσερή. Ήταν τόσο παιδί, όσο και γυναίκα. Ένιωθε μια διάθεση προστατευτική, σχεδόν κτητική που καμιά φορά τον παρέσυρε χωρίς να το καταλαβαίνει. Εκείνη πάλι, πετούσε σε πελάγη ευτυχίας. Ήταν ερωτευμένη. Δεν έβλεπε ούτε τους γκρίζους κροτάφους του, ούτε την κουρασμένη ματιά του, ούτε τη βαθιά ρυτίδα στο μέτωπό του. Όλα της φαίνονταν ωραία. Ήθελε να τον ακούσει να της μιλάει για όλα από τα πιο απλά και καθημερινά, μέχρι τους πιο κρυφούς προβληματισμούς. Ήθελε να τον γνωρίσει καλά, να τον ανακαλύψει. Αυτό, άλλωστε, ήταν αμοιβαίο. Μόνο που η γνώση του άλλου απαιτούσε χρόνο και ο χρόνος του Φίλιππου στην Θεσσαλονίκη ήταν περιορισμένος. Δεν προλάβαινε να χαρεί την παρουσία της, τη συντροφιά της. Του φαινόταν ότι ο χρόνος έτρεχε, δεν ήταν σύμμαχος αλλά εχθρός του. Όμως ο χρόνος έχει τους δικούς του νόμους και οι νόμοι της καρδιάς δεν συμβαδίζουν πάντοτε μαζί του. Κάποια στιγμή ο Φίλιππος της ζήτησε την επόμενη φορά να κατέβει εκείνη στην Αθήνα. Η Βάντα όμως δυσκολευόταν. Δεν ήταν έτοιμη γι’ αυτό «Ξέρεις, ότι βοηθάω τη μαμά στην καφετέρια, δεν μπορώ Φίλιππε, κατάλαβέ με. Το θέλω πολύ, αλλά δεν γίνεται», «Όλα γίνονται, αν το θέλουμε», «Το θέλω πολύ, το ξέρεις, αλλά προς το παρόν δεν είναι εύκολο». Εκείνος όμως επέμενε. Η επιμονή του αυτή άρχισε να διαλύει την ατμόσφαιρα, δημιουργώντας κάποια ένταση. Το κορίτσι ήταν έτοιμο να κλάψει. Εκείνος το κατάλαβε και για να ανατρέψει το κλάμα «Εντάξει» είπε «Άστο, ξέχνα το!» και της χάϊδεψε τρυφερά τα μαλλιά, δίνοντάς της ένα φιλί.
Η επόμενη εβδομάδα κύλησε όπως όλες. Η Βάντα πήγαινε στο μαγαζί το βράδυ, ενώ ο Φίλιππος έτρεχε στο Δικαστήριο. Είχε ένα πολύ καλό όνομα στην Αθήνα, ήταν από τους πιο καλούς δικηγόρους. Είχε πολλή δουλειά, γι’ αυτό κάποια Σαββατοκύριακα ήταν αδύνατο ν’ ανεβαίνει επάνω λόγω πολλών υποχρεώσεων. Τότε του έλειπε, την αποζητούσε, επέμενε να κατέβει εκείνη. Όμως το κορίτσι δυσκολευόταν, δεν ήταν εύκολο. Αυτό ήταν ένα αγκάθι στη σχέση τους. Το τηλέφωνο δούλευε ασταμάτητα, ξεχνιόταν μιλώντας. Αυτό όμως δεν του έφτανε. Ο Φίλιππος είχε πάρει τις αποφάσεις του. Εκείνο λοιπόν το βράδυ σ’ ένα απόμερο ταβερνάκι εκείνος καθισμένος απέναντί της και κρατώντας τα χέρια της, είπε: «Άκουσέ με, κορίτσι μου, καλά και θέλω να έχω μία απάντηση ειλικρινή» Το κορίτσι ξαφνιάστηκε, τον κοίταξε καλά: «Σε ακούω, Φίλιππε, πες μου ό,τι θέλεις», «Εδώ και μερικούς μήνες είμαστε μαζί, πορευόμαστε τον ίδιο δρόμο, τον δρόμο της καρδιάς, για να συνεχίσουμε όμως είναι απαραίτητο να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα». Η κοπέλα τον διέκοψε απότομα «Δεν υπάρχει τίποτα να ξεκαθαρίσουμε, αγαπιόμαστε! Αυτό τα λέει όλα!».
«Όχι Βάντα, δε φτάνει μόνο η αγάπη σε μια σχέση, υπάρχουν όμως και κάποια άλλα που πρέπει να γίνουν πιο ξεκάθαρα».
«Δεν καταλαβαίνω Φίλιππε, τι θέλεις να πεις;», «Σε παρακαλώ, μη με διακόπτεις, άκουσέ με προσεκτικά. Αγαπιόμαστε ναι, θέλω όμως να ξέρω αν μπορείς να με δεχθείς όπως είμαι με τις ιδιοτροπίες και τις αδυναμίες που χαρακτηρίζουν τα σαράντα δύο μου χρόνια, θέλω να μου πεις αν στο μονοπάτι της ζωής, θα σταθείς δίπλα μου όλες τις στιγμές της χαράς και της λύπης, αν θα με βλέπεις με τον ίδιο τρόπο μετά από είκοσι χρόνια, τότε που εγώ θα πατάω τα εξήντα και συ θα είσαι μια νέα γυναίκα γεμάτη ζωντάνια και ζωή. Ακόμη θέλω να μάθω αν είσαι σίγουρη για τα αισθήματά σου για μένα και δεν πρόκειται για ένα πρόσκαιρο ενθουσιασμό, που θα περάσει αφήνοντας πίσω συντρίμια και μόνο. Σ’ αγαπώ αληθινά, είναι όμως ανάγκη να ξέρω κάποια πράγματα για σένα, για μένα, για τη ζωή μας, αν θα υπάρξει βέβαια…. Συγχώρα με, αν υψώνω μπροστά σου έναν τοίχο με τα ΄΄θέλω΄΄ μου, αλλά είμαι ένας άνθρωπος που έχω ζήσει πολλά, οι γυναίκες πάντα υπήρχαν στη ζωή μου, ποτέ όμως δεν τις είδα σοβαρά. Με σένα όλα άλλαξαν μέσα μου. Για πρώτη φορά μετά από είκοσι χρόνια έχω ανάγκη από μία σύντροφο που θα με αγαπάει και σήμερα και αύριο και πάντα για μια ολόκληρη ζωή. Είναι ανάγκη να μοιράζομαι το ίδιο μαξιλάρι και να ξέρω ότι ποτέ κανείς άλλος δεν θα πάρει τη θέση μου στο κρεβάτι και στην καρδιά σου. Μισώ την προδοσία και τους προδότες. Μη με προδώσεις ποτέ. Όλα αυτά είναι σκέψεις και συναισθήματα ενός ανθρώπου που είδε και έπαθε πολλά και που δεν έχει άλλη αντοχή, που σε αγαπάει και σε θέλει δίπλα του για πάντα!!!».
Εκείνη, όση ώρα της μιλούσε, τον κοίταζε αμίλητη και απορημένη, περιμένοντας πότε θα τελειώσει «Φίλιππε, δε θα σου πω παρά μόνο λίγα λόγια, Σ’ αγαπώ, Σ’ εκτιμώ, σε Σέβομαι, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Είσαι ο πρώτος και ο τελευταίος άνδρας στη ζωή μου, ο μοναδικός και θα είσαι για πάντα. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο στο μυαλό και στην καρδιά μου, εκτός από σένα. Σ’ αγαπώ, δε ζητώ τίποτε παρά μόνο αγάπη και εμπιστοσύνη. Σ’ αγαπώ, δώσε μου την ευκαιρία να σου το αποδείξω».
Εκείνος την αγκάλιασε τρυφερά, της χάϊδεψε τα μαλλιά και τη φίλησε. Έβγαλε ένα μικρό βελούδινο μπλε κουτάκι και της πρόσφερε ένα δαχτυλίδι με σμαράγδια. Της το πέρασε στο χέρι και την ξαναφίλησε. Εκείνη έτρεμε από τη συγκίνηση, από την έκπληξη και τη χαρά.
«Τι σημαίνει αυτό Φίλιππε; Είναι πολύ ωραίο!!», «Σημαίνει ότι θέλω να σε παντρευτώ, αν βέβαια το θέλεις και συ».
«Δεν χρειάζεται να με ρωτάς, σ’ αγαπώ, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Θέλω να σε παντρευτώ, είμαι τόσο ευτυχισμένη που ούτε στα πιο τρελά όνειρά μου το είχα φανταστεί!».
Το βράδυ που γύρισε η Βάντα σπίτι, μπήκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Ξημέρωνε. Η μάνα της κοιμόταν πολύ ελαφρά, σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα, κοίταξε το κορίτσι που έβγαζε τα παπούτσια της, δεν της μίλησε, ξάπλωσε πάλι. Ο ύπνος δεν την έπιανε, το μυαλό της στριφογύριζε στην κόρη της, στο Φίλιππο, στο μέλλον που το έβλεπε σκοτεινό. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η σχέση αυτή μπορούσε να έχει μέλλον. Φοβόταν ότι ο Φίλιππος δεν έβλεπε σοβαρά αυτή τη σχέση και κάποια στιγμή θα έδινε ένα τέλος. Αυτό το τέλος φοβόταν. Εκείνο το πρωϊνό, ενώ η κυρά – Παρθένα ετοιμαζόταν να κάνει τον καφέ της, βρήκε τη Βάντα να πίνει το δικό της. Ξαφνιάστηκε. Δεν ήταν συνηθισμένη σε κάτι τέτοιο: «Πως τόσο νωρίς; Είσαι καλά;», «Θαυμάσια! Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα», «Δεν καταλαβαίνω αυτή τη διάθεση, συμβαίνει κάτι; Μήπως κέρδισες το λαχείο;» είπε γελώντας «Μαμά, παντρεύομαι, χθες ο Φίλιππος μου έκανε πρόταση γάμου» είπε δείχνοντας το δαχτυλίδι «Καταλαβαίνεις τώρα; Είμαι πολύ ευτυχισμένη. Φαίνεται ότι η ζωή μου φύλαγε κάτι καλό, που ποτέ δεν το είχα ονειρευτεί». Η γυναίκα ξαφνιάστηκε, τά’χασε. Πράγματι, αυτό ήταν κάτι απρόσμενο, ευχάριστα απρόβλεπτο, ένα δώρο της μοίρας. Ποτέ δε φανταζόταν μία τέτοια τύχη για το κορίτσι της, ήταν πέρα από κάθε προσδοκία. Σηκώθηκε, τη φίλησε και της ευχήθηκε «να ζήσει ευτυχισμένη» και έφτιαξε τον καφέ της αισιόδοξη και ανακουφισμένη. Σα να της έφυγε ένα βάρος από την ψυχή της. Η σημερινή μέρα φαινόταν διαφορετική. Όλα επί τέλους για πρώτη φορά πήγαιναν καλά στη ζωή τους. Ο Θεός του λυπήθηκε. Σταυροκοπήθηκε και σε λίγο έφυγε για τη δουλειά της. Ο Δημήτρης κοιμόταν ακόμη. Θα μάθαινε αργότερα τα ευχάριστα νέα. Άνοιξε την καφετέρια και άρχισε να συγυρίζει τον πάγκο. Ο Στέφος δεν είχε έρθει ακόμη, μετά τις έντεκα άρχιζε σιγά – σιγά η κίνηση. Αυτό γινόταν σχεδόν κάθε Κυριακή τα πρωϊνά. Ήταν το δεξί της χέρι, ο μοναδικός και ο πιο έμπιστος του μαγαζιού. Έφερνε τις απαραίτητες προμήθειες, σέρβιρε, βοηθούσε σε ό,τι του ζητούσε. Μετά τα παιδιά της είχε αυτόν, ήταν δικός της άνθρωπος. Μόλις μπήκε και την καλημέρισε κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε από το χαμόγελο που δεν έβλεπε τόσο συχνά, από τις γρήγορες κινήσεις, από τον τρόπο που του μιλούσε. Γεμάτος περιέργεια θέλησε να μάθει την αιτία της αλλαγής και κείνη με προθυμία του απάντησε «Σε λίγο καιρό έχουμε γάμο. Παντρεύεται η Βάντα, και στα δικά σου παιδί μου, μ’ ένα καλό κορίτσι!».
Ο Στέφος ξαφνιάστηκε, χλώμιασε, τραύλισε «συγχαρητήρια» και έσκυψε πίσω από τον πάγκο, ετοιμάζοντας μια παραγγελία. Μέσα του όμως, πόνεσε πολύ. Σα να του έδωσαν μια μαχαιριά στο στομάχι. Όλη τη μέρα ήταν αναστατωμένος. Κανείς δεν κατάλαβε τίποτα. Προσποιούνταν τον χαρούμενο και αδιάφορο, ιδιαίτερα όταν το κορίτσι πέρασε το απόγευμα από το μαγαζί. Απέφυγε να της μιλήσει. Δήθεν αφοσιωμένος στη δουλειά του γιατί πράγματι εκείνη τη μέρα είχε πολύ κόσμο και δεν προλάβαιναν τις παραγγελίες. Μπόρεσε όμως να διακρίνει τη χαρά που καθρεφτιζόταν στα μάτια της, την ευτυχία στη φωνή της, στο σώμα, σ’ όλα. Έλαμπε ολόκληρη. Εκείνος όμως ήταν πολύ δυστυχισμένος γιατί ενώ η Βάντα τον έβλεπε σαν αδερφό, εκείνος είχε άλλα συναισθήματα γι’ αυτήν. Ήταν ερωτευμένος μαζί της, την ήθελε δίπλα του, την έβλεπε στα όνειρά του, όμως τώρα όλα αυτά γκρεμίστηκαν, μέσα του άνοιξε ένας γκρεμός γεμάτος κακία και μίσος. Εκείνο το βράδυ δεν το χωρούσε το στρώμα καπνίζοντας ασταμάτητα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο έμεινε ξάγρυπνος. Προσπαθούσε να βρει κάποιον τρόπο να βγει από το αδιέξοδο και να εμποδίσει αυτό το γάμο. Δεν ήξερε μόνο τον τρόπο. Επιστράτευσε όλη την ενέργεια του μυαλού του, αλλά τίποτε. Δεν του ερχόταν καμία ιδέα, όλα είχαν στερέψει. Πέρασε μία ολόκληρη εβδομάδα. Τελικά του ήρθε μία φαεινή ιδέα. Πήγε στο φίλο του τον Νικήτα, φωτογράφο που διατηρούσε ένα σύγχρονο φωτογραφείο στην Τσιμισκή, κάπου κοντά στον Πύργο. Τα έλεγαν πολλή ώρα. Εκείνος είχε τις αντιρρήσεις του. Ο Στέφος όμως επέμενε, τότε υποσχέθηκε ότι θα το σκεφτεί. Η Βάντα το επόμενο πρωϊνό κατέβηκε στην πόλη να κοιτάξει βιτρίνες με τα νυφικά, γιατί όπως της είπε ο Φίλιππος, ο γάμος θα γινόταν σε δύο μήνες περίπου. Ήταν χαρούμενη και ευτυχισμένη. Καθώς χάζευε μπροστά σε μία βιτρίνα, άκουσε μία γνώριμη φωνή. Γύρισε ήταν η καλή της φίλη, η Κλειώ, που είχε αρκετό καιρό να τη δει «Χαθήκαμε, που είσαι τόσο καιρό, βρε παιδί μου;» «Δουλειές, Βάντα μου, δουλειές, αλλά δεν πάμε να πιούμε έναν καφέ να τα πούμε καλύτερα;». Σε λίγο βρέθηκαν καθισμένες στον πεζόδρομο της πιο κοντινής καφετέριας να πίνουν τον καφέ τους.
«Για πες μου τα δικά σου. Σε βλέπω χαρούμενη, τι συμβαίνει; Είμαι πολύ περίεργη να μάθω που οφείλεται αυτή η αλλαγή, για πες μου λοιπόν;».
«Παντρεύομαι!»
«Παντρεύεσαι; Με ποιον; Τον ξέρω;»
«Όχι, είναι από την Αθήνα», «Από την Αθήνα; Και πως τον γνώρισες, πες μου τα όλα, τι δουλειά κάνει; Θέλω να τα μάθω όλα». Η Βάντα της τα διηγήθηκε όλα, το ατύχημα, το νοσοκομείο, τη γνωριμία τους, τη φιλία που αναπτύχθηκε αργότερα μεταξύ τους. Εκείνη επέμενε να μάθει περισσότερα: «Δε μου είπες, πες τι δουλειά κάνει;», «Είναι δικηγόρος, ίσως τον είδες στην τηλεόραση. Είναι ο Φίλιππος Γεωργιάδης, ποινικολόγος», «Ποιος Γεωργιάδης; Τον είδα τελευταία σ’ ένα κανάλι. Τι μου λες; Δεν το πιστεύω. Μπράβο, μπράβο είσαι πολύ τυχερή. Σαν τα παραμύθια, το Βασιλόπουλο και η Σταχτοπούτα». Είχε γίνει κατακόκκινη, ένιωσε μία έξαψη, μια αμηχανία, δεν ήξερε τι να πει.
«Βρε Βάντα, αυτός δεν είναι λίγο μεγάλος για σένα; Είναι στην ηλικία του πατέρα σου αν ζούσε, αν και δεν του φαίνεται, είναι ωραίος άνδρας βέβαια, αλλά δεν ξέρω, το σκέφτηκες καλά;»
«Δεν χρειάζεται να σκεφτ
ηλικία δεν παίζει κανένα ρόλο, ίσα – ίσα αυτό με τράβηξε κοντά του. Η ωριμότητα, η εμπειρία του, δεν ήθελα ένα παιδαρέλι δίπλα μου. Πάντα μου άρεσαν οι ώριμοι άνδρες», «Δεν ξέρω, εγώ δε θα το έκανα ποτέ, σου εύχομαι όμως καλή τύχη» είπε σηκώθηκε απότομα. «Κλειώ, με χαιρετάς σαν να μην πρόκειται να ξαναβρεθούμε. Θα σου στείλω προσκλητήριο για το γάμο». «Γεια σου Βάντα, θα σου τηλεφωνήσω». Τη φίλησε βιαστικά και έφυγε αλαφιασμένη αφήνοντάς την απορημένη. Η Κλειώ άργησε να δώσει σημεία ζωής. Πέρασαν αρκετές μέρες όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Η Βάντα την κάλεσε στο σπίτι, εκείνη όμως προτίμησε να κάνουν μία βόλτα στην παραλία, όπως τον παλιό καλό καιρό.
Ήθελε να μάθει νέα της. Ήταν απόγευμα Σαββάτου, δεν είχε μεγάλη κίνηση. Η Βάντα της είχε μία έκπληξη. Σε λίγο έφτανε ο Φίλιππος από την Αθήνα. Έτσι θα της τον γνώριζε, ήταν μία καλή ευκαιρία.
Όταν συναντήθηκαν, μετά τα τυπικά, η Βάντα της είπε: «Σου έχω μία έκπληξη, περίμενε και θα δεις», «Τι έκπληξη; Δεν καταλαβαίνω», «Αν σου το αποκαλύψω, δεν θα γευτείς τη χαρά της έκπληξης, έχε υπομονή», «Καλά, καλά, περιμένω, να δω…..είμαι όμως πολύ περίεργη». Δεν τελείωσαν την κουβέντα όταν εμφανίστηκε ο Φίλιππος. Χαιρέτησε, φίλησε τη Βάντα «Γεια σου, αγάπη μου» είπε, εκείνη τον σύστησε στην Κλειώ και σε λίγο οι τρεις τους έκαναν μια καλή συντροφιά που συζητούσε. Κουβέντιαζαν διάφορα πράγματα της καθημερινότητας, κάποια στιγμή ο Φίλιππος κοιτάζοντας τη δύση στο Θερμαϊκό είπε: «Αυτή η πόλη με γοητεύει, είναι μοναδική. Θα ήθελα να ζήσω εδώ», «Και γιατί δεν το κάνεις Φίλιππε;» «Οι δουλειές μου, οι υποχρεώσεις που έχω, οι άνθρωποι που με εμπιστεύτηκαν σε δύσκολες στιγμές, ο γιος μου, όλα με κρατούν στην Αθήνα, η καρδιά μου όμως είναι εδώ» είπε και χάϊδεψε τρυφερά τα μαλλιά του κοριτσιού.
«Σημασία έχει η καρδιά, αγάπη μου, οι αποστάσεις ισοπεδώνονται μπροστά της, άλλωστε μετά το γάμο, θα είμαστε μαζί και όλα θα κυλήσουν ωραία. Σου υπόσχομαι μία ζωή που δεν φαντάστηκες ποτέ».
«Φίλιππε, φτάνει, ας πούμε κάτι άλλο». Η Βάντα δεν ήθελε ο Φίλιππος να παρασυρθεί περισσότερο μπροστά στην Κλειώ, αυτές ήταν δικές τους στιγμές, αλλά ούτε να φέρει σε αμηχανία τη φίλη της, κάνοντάς την θεατή προσωπικών τρυφερών στιγμών, που ήθελε να τις ζήσει μακριά από τα μάτια των άλλων «Συγνώμη, αγάπη μου, έχω να σε δω μία εβδομάδα, σ’ έχω επιθυμήσει», «Έλα καλά, σταμάτα». Κοντά της γινόταν παιδί που λαχταρούσε το χάδι της, σαν χάδι μάνας. Ξεχνούσε τα πάντα δίπλα της, γινόταν άλλος άνθρωπος.
Η Κλειώ παρακολουθούσε αμίλητη και σκεφτική τη στιγμή. Ξαφνικά, σηκώθηκε: «Να σας αφήσω, λοιπόν να τα πείτε. Χάρηκα πολύ Φίλιππε, η ώρα η καλή!» ευχήθηκε και έφυγε βιαστικά μπροστά στα έκπληκτα μάτια της φίλης της.
Όταν βράδιασε, χωρίς να το καταλάβουν, ο Φίλιππος πρότεινε ν’ ανέβουν για φαγητό στα κάστρα. Του άρεσε πολύ ν’ ανεβαίνει ψηλά και ν’ ατενίζει την πόλη, ν’ απλώνεται στα πόδια του. Εκείνη σημεριζόταν αυτή την ιδιαίτερη αγάπη του προς την πόλη αυτή. Άλλωστε, όπου κι αν πήγαιναν για τη Βάντα ήταν το ίδιο όμορφα, αρκεί να ήταν δίπλα της να της μιλά, να της χαϊδεύει τα μαλλιά, να την κοιτάζει στα μάτια με αγάπη, να την κάνει να νιώθει μοναδική. Η παρουσία του τα ομόρφαινε όλα, της πρόσφερε ασφάλεια και σταθερότητα. Αλλά και για κείνον οι ώρες αυτές ήταν ώρες γαλήνης και ηρεμίας. Το κορίτσι αυτό ήταν ό,τι καλύτερο του είχε συμβεί τα τελευταία χρόνια. Έπαιρνε απ’ τα νιάτα της δροσιά και ομορφιά. Θα τα έδινε όλα γι’ αυτήν. Ο Άλκης και η Βάντα ήταν από τα πιο λατρευτά πρόσωπα στη ζωή του. Όταν ήταν μαζί του φαίνονταν ότι οι ώρες κυλούσαν γρήγορα. Την ήθελε κοντά όλες τις ώρες της μέρα, ν’ ακούει το γέλιο της, την αναπνοή της. Τα λάτρευε όλα πάνω της. Ήθελε να τα μοιράζεται όλα μαζί της, τις ανησυχίες, τα όνειρά του, τα πάντα. Όμως, την κρατούσε μακριά από επαγγελματικά θέματα. Ήθελε να την προστατεύσει απ’ αυτόν τον σκληρό χώρο της καθημερινότητάς του. Αγνοούσε τα σχόλια που γίνονταν σε βάρος του γι’ αυτό το νεαρό κορίτσι από τη Θεσσαλονίκη, που έβαλε σε άλλο δρόμο τη ζωή του. Θεωρούσαν ότι δεν του ταίριαζε. Σχολίαζαν πίσω από την πλάτη του. Εκείνη καταλάβαινε αλλά αδιαφορούσε. Ήταν ευτυχισμένοι! Δεν τους ενδιέφερε τίποτε άλλο. Βιαζόταν να γίνει ο γάμος για να είναι μαζί για πάντα!!!
Ήταν Σάββατο μεσημέρι. Ο Φίλιππος δεν ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη. Είχε να μελετήσει μία δικογραφία και έμεινε στην Αθήνα. Η Βάντα τον περίμενε με αγωνία να του ανακοινώσει ένα νέο, που πίστευε ότι θα του έδινε μεγάλη χαρά. Το ανέβαλλε όμως για την επόμενη εβδομάδα που θα συναντιόταν. Το κρατούσε μυστικό, ακόμη και από τη μητέρα της. Ήθελε να το μοιραστεί πρώτα μαζί του, γι’ αυτό περίμενε να κυλήσουν οι μέρες με ανυπομονησία.
Στο σπίτι ετοιμάζονταν για το γάμο. Ψώνια, καθαριότητα, δουλειές. Ο γάμος θα γινόταν σ’ ένα εξωκλήσι με λίγους συγγενείς και φίλους. Ο Φίλιππος δεν ήθελε η τελετή ν’ αποτελέσει ένα κοινωνικό γεγονός. Ήθελε να είναι απλή και να τη μοιραστεί μόνο με πρόσωπα αγαπημένα. Ο κόσμος δεν τον ενδιέφερε. Εμένα με είχε ειδοποιήσει αρκετές μέρες πριν. Κανόνισα τις τελευταίες υποχρεώσεις μου για το γάμο μιας και θα ήμουν ο κουμπάρος.
Εκείνο το μεσημέρι, λοιπόν, και ενώ ο Φίλιππος ετοιμαζόταν να ξαπλώσει, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Άνοιξε, ένας υπάλληλος courier του έδωσε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Υπέγραψε, τον άνοιξε περίεργος για το περιεχόμενό του. Κάποιες φωτογραφίε


 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 1
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Συναισθήματα - Εικόνες
      Ομάδα
      Αταξινόμητα
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

chrisdom1@hotmail.com
 
Μαυρομαντηλού
12-01-2015 @ 17:24
ΤΙ ΒΛΑΚΑΣ ΑΥΤΟΣ Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΣΤΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΕΥΚΟΛΑ ΜΕ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΕΙΔΙΚΟ .
ΑΝΤΡΕΣ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΜΥΑΛΟ ΝΑ ΣΚΕΦΤΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΒΡΟΥΝ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Ο,ΤΙ ΔΟΥΝ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥΣ!!!!!!!!!!!ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

::wink.:: ::yes.:: ::yes.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο