|
| Η Ζωή χωρίς Εσένα Γ' Μερος | | | ΜΕΡΟΣ Γ΄
Στους μήνες που ακολούθησαν η Βάντα έμεινε τον περισσότερο χρόνο στο σπίτι. Κάποια βράδια πήγαινε στην καφετέρια για να βοηθήσει τη μητέρα της. Ο Στέφος ήταν πάντα εκεί, το δεξί χέρι της κυρά – Παρθένας, μόνο που τον τελευταίο καιρό ήταν αμίλητος και σκεπτικός. Μπορεί να εμπόδισε το γάμο, να πέτυχε το χωρισμό της Βάντας, αλλά το παιδί δεν το περίμενε. Μέσα του ένα κομμάτι της ψυχής του τον έλεγχε, ένιωθε τύψεις, διατηρούσε όμως την ελπίδα ότι κάποτε θα γινόταν δική του και αυτός ο πατέρας του παιδιού. Δε βιαζόταν. Έμαθε να περιμένει. Το κορίτσι πρόσεξε κάποια αλλαγή στη συμπεριφορά του, αλλά ήταν τόσο απορροφημένη σ’ αυτό που της συνέβαινε, ώστε δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο. Η εγκυμοσύνη προχωρούσε και όλα πήγαιναν καλά!
Τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς, της δόθηκε ο χρόνος να σκεφτεί τη ζωή της από δω και πέρα. Έπρεπε η ίδια να αναλάβει τις ευθύνες της. Σε λίγο θα γινόταν μάνα. Αυτή θα αποφάσιζε και όχι οι άλλοι γι’ αυτήν, όπως γινόταν μέχρι τώρα. Η πραγματικότητα απρόσμενη, απρόβλεπτη και σκληρή της χάραξε ένα καινούργιο δρόμο ζωής, που έπρεπε να τον ακολουθήσει μόνη, εντελώς μόνη. Γιατί συνειδητοποίησε ότι τις ώρες των μεγάλων αποφάσεων και αλλαγών ο άνθρωπος είναι μόνος απέναντι στη ζωή και στη μοίρα και κανείς δεν μπορεί να την αλλάξει.
Το ανέμελο κοριτσόπουλο πέθανε και στη θέση του γεννήθηκε μια γυναίκα υπεύθυνη, έτοιμη να παλέψει για τη ζωή της. πήρε λοιπόν κάποιες αποφάσεις που θα τις πραγματοποιούσε όταν το παιδί ερχόταν στον κόσμο. Όλο αυτό το διάστημα σκέφτηκε πολύ, κοίταξε βαθιά μέσα της, είδε πράγματα στον εαυτό της που πριν δεν μπορούσε να τα δει. Είδε τα όρια και τις αντοχές της, μέτρησε τις δυνάμεις της, και της χρειαζόταν πολλές, για να παλέψει από δω και πέρα με αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό. Έτσι, ένα γκρίζο πρωϊνό του Δεκέμβρη έφερνε στον κόσμο ένα υγιές κοριτσάκι. Ένιωσε πρωτόγνωρη χαρά, αλλά και πίκρα γι’ αυτό το πλασματάκι που θα γινόταν ο σκοπός της ζωής της. Όταν γύρισαν στο σπίτι, μετά από τρεις μέρες και το μωρό κοιμήθηκε, χωρίς να το καταλάβει και η ίδια πήρε μία κόλα χαρτί και άρχισε να γράφει:
«Αγαπημένε μου,
Λυπάμαι γιατί δεν έζησες τη χαρά της γέννησης της κορούλας μας. Είναι όμορφη και χαριτωμένη. Σου μοιάζει πολύ. Κρίμα που δεν ήσουν κοντά μου, που δεν ένιωσα το ζεστό σου χέρι να μου απαλύνει τους πόνους, το τρυφερό σου χάδι και το ζεστό σου φιλί. Έχασες μία μοναδική στιγμή στη ζωή σου. Λυπάμαι που δεν έδωσες στον εαυτό σου την ευκαιρία ν’ ακούσεις το πρώτο κλάμα της. Μου λείπεις! Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα. Σ’ αγαπώ!
Καληνύχτα
Βάντα»
Αυτό ήταν το πρώτο πρώτο γράμμα ου δεν θα έφτανε ποτέ στον παραλήπτη, γιατί κάθε φορά που η καρδιά της τον αποζητούσε, έγραφε ένα γράμμα. Ήταν μία μυστική δίοδος επικοινωνίας. Ένιωθε καλύτερα. Έκλεινε κάποιες χαραμάδες απουσίας, το κενό ποτέ. Έχασκε βαθύ μέσα της σαν άγριο βάραθρο.
Η μικρή ήταν ήσυχη. Θήλαζε, κοιμόταν το βράδυ και δεν κούραζε τη μαμά της. Εκείνη πάλι δε χόρταινε να κοιτάζει αυτό το θαύμα του Θεού, που κρατούσε στην αγκαλιά της, που την κοίταζε με τα αθώα ματάκια της, που κουνούσε τα χεράκια της και της χαμογελούσε. Ο καιρός περνούσε. Το σπίτι που έμεναν δεν τους χωρούσε και νοίκιασαν ένα διαμέρισμα στην ίδια γειτονιά. Για όλους όσους δεν γνώριζαν ο μπαμπάς της μικρής ήταν ναυτικός. Και ταξίδευε. Για τους γνωστούς ήταν ένα παιδί χωρίς πατέρα, ένα μπάσταρδο.
Στο δωμάτιο της μικρής, στο μικρό κομοδίνο, δίπλα στο κρεβατάκι, υπήρχε η φωτογραφία του Φίλιππου, μέσα σε μία ωραία κορνίζα. Η κοπέλα ήθελε μεγαλώνοντας η μικρή να έχει μία εικόνα του πατέρα της, να γνωρίζει την μορφή του και να νιώθει έτσι αδιόρατη την παρουσία του.
Όταν το κοριτσάκι, η Μαρία – Φιλίππα, άρχισε να μεγαλώνει και να λέει τις πρώτες λεξούλες μαμά, γιαγιά, μπαμπά. Στην τελευταία έδειχνε με το δακτυλάκι της τη φωτογραφία στο κομοδίνο. Έτσι, συνέδεε τη λέξη αυτή με τη φωτογραφία.
Εν τω μεταξύ, ο Φίλιππος, συνέχιζε τη ζωή του. Πολλές γυναίκες περνούσαν από το κρεβάτι του. Για λίγο, για ένα βράδυ, μέσα από τους εφήμερους έρωτές του, εκδικιόταν τις γυναίκες για την προδοσία που δέχθηκε. Τις χρησιμοποιούσε και τις άφηνε, αδιαφορώντας αν τις πλήγωνε, ενδιαφερόταν μόνο για την προσωπική του ικανοποίηση, όλα τ’ άλλα δεν τον ένοιαζαν! Έγινε σκληρός και νευρικός. Ο Άλκης έβλεπε την αλλαγή, όμως δε μιλούσε, τελευταία η επικοινωνία τους ήταν περιορισμένη. Ήταν όμως χαρούμενος, είχε τη φωτογραφία της μικρής του «αδερφής» όπως έλεγε. Την κοίταζε και δε τη χόρταινε. Αναζητούσε μία ευκαιρία να πάει να τη δει. Διατηρούσε άριστη σχέση με τη Βάντα και την οικογένειά της. Τον θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο.
Ενώ η Φιλίππα μεγάλωνε, η Βάντα άρχισε να μαθαίνει Αγγλικά και Γερμανικά για να μπορέσει να βρει κάποια δουλειά. Ένιωθε την ευθύνη της δικής της ζωής, αλλά κυρίως της κόρης της. Έπρεπε να πατάει με τα δικά της πόδια και όχι με τα δεκανίκια της μαμάς. Παράλληλα, παρακολουθούσε μαθήματα στον υπολογιστή. Έτσι, πέρασαν άλλα δύο γκρίζα χρόνια. Πήρε τα πρώτα πτυχία των δύο γλωσσών και άρχισε να ψάχνει δουλειά. Ξεκοκάλιζε τις εφημερίδες, έπαιρνε τηλέφωνα, δεχόταν υποσχέσεις, αλλά τίποτα. Η πολυπόθητη εργασία δεν ερχόταν από πουθενά. Ο καιρός περνούσε. Εκείνη όμως συνέχιζε με την ίδια επιμονή και το ίδιο πείσμα. Δεν απογοητευόταν, συνέχιζε απτόητη, ήταν αναγκαίο να βρει κάποια δουλειά, βέβαια συνέχιζε να βοηθά τη μητέρα της στην καφετέρια.
Η μικρή μεγάλωνε, έλεγε πολλές λεξούλες, ήταν χάρμα οφθαλμών. Όσο περνούσε ο καιρός ολοένα έμοιαζε του πατέρα της. Η Βάντα λυπόταν πολύ που δεν την είχε γνωρίσει. Το μαγαζί δεν πήγαινε τόσο καλά γιατί στο γειτονικό τετράγωνο άνοιξε μια άλλη καφετέρια, πιο σύγχρονη με internet που τράβηξε πολύ κόσμο που πριν ήταν πελάτες του μαγαζιού. Αυτό δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Ο μόνος που φαινόταν ήσυχος ήταν ο Στέφος, ο οποίος πολλές φορές πληρωνόταν έναντι. Αυτό όμως, δεν τον ένοιαζε. Αρκεί που ήταν κοντά της, ανέπνεε τον ίδιο αέρα, που ανάσαινε τη μυρωδιά της. Όλα τ’ άλλα δεν είχαν ιδιαίτερη αξία. Εκείνο που ήταν αναγκαίο για να καλυτερέψουν τα πράγματα ήταν να ανακαινίσουν το μαγαζί. Αυτό όμως, προς το παρόν, ήταν αδύνατο, λόγω έλλειψης χρημάτων. Αυτή η έγνοια τους έτρωγε όλους.
Ένα απόγευμα πέρασε τυχαία από το μαγαζί ένας καινούργιος πελάτης. Ζήτησε έναν σκέτο καφέ. Του σέρβιρε η Βάντα. Από την πρώτη στιγμή πρόσεξε τη σοβαρότητα και την ευγένειά της. Μετά από μερικές μέρες και σιγά – σιγά έγινε τακτικός πελάτης. Ο Γεράσιμος ήταν ανύπαντρος, διατηρούσε ένα κατάστημα ελαστικών στη Μοναστηρίου. Ήταν αυτοδημιούργητος γιατί προερχόταν από φτωχή οικογένεια. Δουλευταράς, ο μεγαλύτερος της οικογένειας, βοήθησε τις δύο αδελφές του να αποκατασταθούν, τις προίκισε, τις πάντρεψε, δεν του έμεινε καιρός για τον εαυτό του, ανοίξει σπίτι δικό του. Έτσι, χωρίς να το καταλάβει έγινε τριάντα έξι χρονών. Ήταν εμφανίσιμος και συμπαθητικός. Τραβούσε τα βλέμματα των γυναικών, αλλά δεν τον είχε συγκινήσει καμία μέχρι τότε, ώστε να φτάσει στο γάμο. Το κορίτσι αυτό της καφετέριας του άρεσε από την πρώτη ματιά. Άρχισε, λοιπόν, να συχνάζει στην καφετέρια. Έμαθε τα πάντα γι’ αυτήν, για το παιδί, τη δουλειά, τις οικονομικές δυσκολίες της οικογένειας. Σύντομα, έγινε ένας καλός φίλος. Τον συμπάθησαν όλοι. Ενέπνεε εμπιστοσύνη και φιλία. Αυτός που δεν τον έβλεπε με καλό μάτι ήταν ο Στέφος. Καταλάβαινε το ενδιαφέρον του για την κοπέλα, τον έβλεπε σαν απειλή και προσπαθούσε να τον απομακρύνει, χωρίς αποτέλεσμα.
Ένα μεσημέρι, η κυρά – Παρθένα τον κάλεσε για φαγητό. Διέκρινε το ενδιαφέρον του για το κορίτσι της, ήταν πολύ συμπαθής και το πιο σπουδαίο, αγάπησε τη μικρή Φιλίππα. Μάλιστα, της δώρισε και μία κούκλα που η μικρή δεν την αποχωριζόταν ποτέ, ούτε και στον ύπνο. Ήταν η πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό, που ένας ξένος μοιραζόταν το τραπέζι τους και τη συντροφιά τους. Έτσι, ο Γεράσιμος μπήκε στη ζωή τους και επειδή ήταν τίμιος και ευθύς άνθρωπος αποφάσισε να μιλήσει στη Βάντα. Την κάλεσε για δείπνο και εκεί μετά το φαγητό, της έπιασε τρυφερά τα χέρια και είπε: «Δεν είμαι καλός στα λόγια, όμως θέλω να μάθεις ότι σ’ αγαπάω και θέλω να γίνεις γυναίκα μου». Έτσι, απλά έκανε την πιο σοβαρή πρόταση της ζωής του. Εκείνη ξαφνιάστηκε, δεν το περίμενε, τράβηξε τα χέρια της, τον κοίταξε καλά και : «Η πρότασή σου με τιμά, όμως εγώ δεν σ’ αγαπώ και δεν μπορώ να τη δεχθώ. Μπορώ να σου δώσω τη φιλία μου, τίποτε άλλο», «Φτάνει που σ’ αγαπώ εγώ. Με το χρόνο θα μ’ αγαπήσεις. Είμαι σίγουρος και η Φιλίππα κοντά μου θα γνωρίσει τον πατέρα που δε γνώρισε ποτέ. Σου δίνω το λόγο μου ότι θα σας κάνω ευτυχισμένες. Παντρέψου με και δεν θα το μετανιώσεις ποτέ».
«Δεν γίνεται Γεράσιμε. Έναν άνδρα αγάπησα, τον πατέρα της μικρής. Στην καρδιά μου δεν υπάρχει θέση γι’ άλλον άνδρα, μην επιμένεις. Μπορείς να είσαι φίλος μου, τίποτε άλλο», «Εντάξει, το δέχομαι προς το παρόν…Να ξέρεις όμως ότι θα σε περιμένω όσα χρόνια χρειαστεί. Είμαι σίγουρος ότι θα αλλάξεις γνώμη», «Σε παρακαλώ, Γεράσιμε, μην συνεχίζεις».
Από κείνη τη στιγμή η κουβέντα στράφηκε σε άλλα πράγματα. Εκείνος ήξερε να αλλάζει την ατμόσφαιρα, και να την ελαφρύνει μιλώντας περί ανέμων και υδάτων, κάνοντάς της να νιώσει και πάλι άνετα.
Το άλλο πρωϊ η μητέρα της, της ζήτησε να μάθει πως πέρασε με το Γεράσιμο «Με ζήτησε σε γάμο, φυσικά του είπα όχι», «Τι λες παιδί μου; Απέρριψες μια τέτοια πρόταση; Ο Γεράσιμος είναι θαυμάσιος άνθρωπος και είναι ευκατάστατος. Θα ζήσεις καλά και συ και το παιδί, το σκέφτηκες καλά;» , «Μάνα, δεν τον αγαπώ, δεν θα αγαπήσω ποτέ άλλον άνδρα, ποτέ! Βάλτο καλά στο μυαλό σου», «Αυτόν τον άνδρα δεν θα τον αποκτήσεις ποτέ, δε σ’ αγαπά και δε θα σ’ αγαπήσει ποτέ. Χώνεψέ το και σκέψου το μέλλον σου», «Δεν με καταλαβαίνεις», «Ούτε εσύ εμένα», είπε και το κορίτσι ξέσπασε σε λυγμούς. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε η μικρή αγουροξυπνημένη κρατώντας ένα αρκουδάκι στην αγκαλιά της «Μανούλα, γιατί κλαις; Τι σου πονάει;» «Τίποτα αγάπη μου, πως κοιμήθηκες απόψε;» «Είδα το μπαμπά, ήρθε, με φίλησε και μου’ φερε πολλά δώρα, αλλά όταν ξύπνησα είχε φύγει και γω έκλαιγα γιατί δεν ήθελα να φύγει», «Όνειρο ήταν, κοπέλα μου, όνειρο». «Πότε, μαμά, θα’ ρθει ο μπαμπάς; Όλο ταξιδεύει, πότε θα τον δω;», «Θα’ρθει μωρό μου, θα’ρθει», είπε αγκαλιάζοντάς την, καθώς ένα βουβό δάκρυ κυλούσε στο μάγουλό της που προσπαθούσε να το κρύψει. Μέσα της όμως ένιωσε ένα αγκάθι να της τρυπάει το στήθος, μη ξέροντας μέχρι πότε θα μπορεί να υπόσχεται ότι ο μπαμπάς θα γυρίσει κάποτε και μέχρι πότε εκείνη θα μπορεί να το δέχεται.
Όλα αυτά τα τελευταία χρόνια, χρόνια πίκρας και μοναξιάς, δίπλωσε τα όνειρά της στο σεντούκι του χθες και τα καταχώνιασε στην πιο απόμερη γωνιά της ψυχής της. Πλησίαζε όμως η ώρα που έπρεπε να το ανοίξει και να αποκαλύψει ό,τι έκρυβε μέσα. Μόνο που η ώρα της αλήθειας την τρόμαζε, έστω κι αν ήξερε ότι η αλήθεια λυτρώνει. Φοβόταν ότι θα πλήγωνε ό,τι πολυτιμότερο είχε στη ζωή, την κορούλα της και αυτό θα ήταν διπλός πόνος για την ίδια. Αυτήν ήθελε να προστατέψει γιατί θεωρούσε ότι ήταν πολύ μικρή για έναν τόσο μεγάλο πόνο, όπως ο πόνος ενός αγαπημένου προσώπου, όπως ο πατέρας.
Εκείνο το βράδυ κλείστηκε πάλι στο δωμάτιό της και έγραψε ένα ακόμη γράμμα, που ποτέ δεν θα έφτανε στον παραλήπτη, αλλά θα έμενε και αυτό στο συρτάρι μαζί με τ’ άλλα.
«Αγαπημένε μου,
Μου λείπεις, μας λείπεις πολύ. Η ζωή χωρίς εσένα είναι μία ατελείωτη έρημος. Έρχεσαι στα όνειρά μας, όπως απόψε που το αγγελούδι μας σε ονειρεύτηκε και όταν ξύπνησε σε ζητούσε επίμονα. Ήθελε τον μπαμπά της που όλο ταξιδεύει σε χώρες μακρινές. Δεν ξέρω όμως μέχρι πότε θα μπορώ να κρύβω την αλήθεια και κείνη να με πιστεύει. Κρατάει χρόνια αυτό το ταξίδι, αλλά όπως όλα έχουν κάποιο τέλος και αυτό θα τελειώσει κάποτε. Τρέμω γι’ αυτή τη στιγμή και εύχομαι να είναι μακριά, γιατί όταν το όνειρο τελειώσει και έρχεται η πραγματικότητα, χρειάζεται δύναμη και θάρρος να την αντέξεις και δεν ξέρω, αν το έχω.
Σ’ αγαπώ πάντα
Βάντα».
Ο Φίλιππος, όλο αυτό το διάστημα ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά του, δεν έβλεπε τίποτα γύρω του. Προσπαθούσε να ξεχάσει αν και η ιδέα του παιδιού ήταν ένα κρυφό σαράκι που τον έτρωγε. Άκουγε μισές κουβέντες από τον Άλκη που διατηρούσε επαφή με την οικογένεια. Μάλιστα, κάποια στιγμή τον άκουσε να λέει στο τηλέφωνο «Τι κάνει η αδερφούλα μου;» Αυτό τον ταρακούνησε, δεν έδωσε όμως συνέχεια καθησυχάζοντας τη συνείδησή του με την σκέψη ότι όλα αυτά αφορούν το συναισθηματικό και τις υπερβολές του Άλκη. Όμως, εκείνος ήξερε περισσότερα απ’ ό,τι ο ίδιος μπορούσε να φανταστεί. Έβλεπε τη μικρή και την αγαπούσε πολύ, καθώς ανέβαινε συχνά στη Θεσσαλονίκη και τους έβλεπε.
Η Βάντα συνέχιζε να ψάχνει για δουλειά. Ο Γεράσιμος φρόντισε η κοπέλα να προσληφθεί σ’ ένα τουριστικό γραφείο. Είχε άλλωστε όλα τα προσόντα. Γνώριζε καλά Αγγλικά, Γερμανικά και αρκετά Ρώσικα. Ήταν εμφανίσιμη και κατάλληλη για τη θέση. Μόνο που όπως όλα στον κόσμο γίνονται μέσα από γνωριμίες, έτσι πήρε τη θέση. Το πρώτο διάστημα έμενε στο γραφείο, αργότερα ακολουθούσε ως συνοδός. Δεν ήταν λίγες φορές που έκανε και την ξεναγό. Μόνο που αυτό τον πρώτο καιρό ήταν κουραστικό γιατί φρόντιζε να διαβάζει, να ενημερώνεται για να αποκτήσει γνώσεις που δεν είχε. Αργότερα έγινε πιο εύκολο, της έκανε καλό αυτή η φυγή από την καθημερινότητα, η επαφή με διαφορετικούς ανθρώπους, η γνωριμία με άλλους τόπους και πολιτισμούς. Άλλωστε, πάντα αγαπούσε τα ταξίδια και την περιπέτεια.
Αυτό το τελευταίο καλοκαίρι θα πήγαινε στην Πράγα από το νέο αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος». Πήρε τη μικρή μαζί της στην Αθήνα. Είχε κανονίσει με τη φίλη της τη Μάγδα να την κρατήσει αυτές τις τέσσερις μέρες μαζί της και όταν γυρίσει να την πάρει μαζί της να γυρίσουν μαζί στη Θεσσαλονίκη. Καθώς, λοιπόν, βρίσκονταν στη μεγάλη αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου, η μικρή ξέφυγε από τα χέρια της φίλης της, προσπαθώντας να πλησιάσει τη μητέρα της και καθώς έτρεχε σκόνταψε και έπεσε. Την ίδια στιγμή ο Φίλιππος επέστρεφε από το Παρίσι με τη φίλη του κατευθυνόμενος προς την έξοδο. Ήταν δύο βήματα δίπλα της, γύρισε, τη σήκωσε, η μικρή τά’ χασε, συνέχισε να κλαίει, κάτι της θύμισε η μορφή του, καθώς τα δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό της. Εκείνος της σκούπισε τα δάκρυα, την πήρε στην αγκαλιά του απαλά, της χάϊδεψε τα μαλλιά και : «Μην κλαις, μικρή μου, πέρασε, αν δεν πέσεις δεν θα μεγαλώσεις. Πως σε λένε;», «Φιλίππα», «Α!!! και μένα με λένε Φίλιππο» είπε απορημένος. «Έτσι λένε τον μπαμπά μου» είπε αθώα, ενώ η Μάγδα την πήρε από την αγκαλιά του βιαστικά. Δεν του μίλησε αν και τον αναγνώρισε. Άρπαξε τη μικρή και πήγε προς το μέρος της Βάντας που έδινε τις τελευταίες οδηγίες στην ομάδα πριν επιβιβαστούν.
«Τι έπαθες μωρό μου;» «Τίποτα, ένα χτυπηματάκι από απροσεξία» είπε η Μάγδα ταραγμένη. Εκείνη την πήρε στην αγκαλιά της, τη φίλησε και την αποχαιρέτησε «Θα είσαι καλό κορίτσι, αγάπη μου». Την ξαναφίλησε, ευχήθηκε : «Καλή Αντάμωση» και την παρέδωσε στη φίλη της.
Ο Φίλιππος βλέποντας τη Μάγδα ξαφνιάστηκε και άθελά του η ματιά του την ακολούθησε. Είδε όλη τη σκηνή με τη Βάντα και τη μικρή να χώνεται στην αγκαλιά της. Ταράχτηκε. Η κοπέλα που συνόδευε τον είδε ξαφνιασμένη «Έλα, πάμε, Φίλιππε, τι έπαθες; Έτσι απρόσεκτα είναι τα παιδιά. Έλα, ας βιαστούμε, αρκετά καθυστερήσαμε».
Όλο εκείνο το βράδυ ο Φίλιππος ήταν κακόκεφος. Δεν έφευγε από τα μάτια του η σκηνή στο αεροδρόμιο. Ήταν πολύ αναστατωμένος. Ξαφνικά, κάτι άστραψε στο μυαλό του. Έτρεξε στο δωμάτιο του Άλκη, άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου και έβγαλε μία φωτογραφία της μικρής που πολλές φορές την είχε δει στα χέρια του. Ήταν η ίδια μικρή του αεροδρομίου. Ήταν αυτή λοιπόν, η κόρη της Βάντας. Την κοίταξε καλά για πολλή ώρα. Πράγματι, είχε δίκιο ο Άλκης, η ομοιότητα ήταν εκπληκτική. Σαν να έβλεπε τον εαυτό του σε μικρή ηλικία. Ήταν ολόιδια «Θεέ μου, λες να είναι δική μου κόρη;» Όμως οι φωτογραφίες; Οι αμφιβολίες σα φίδια φαρμακερά τον έζωσαν από παντού. Μετά από ώρα την έβαλε πάλι στη θέση της, μη ξέροντας τι να σκεφτεί και πώς να βάλει σε μία λογική τάξη τις σκέψεις και τα αντιφατικά συναισθήματά του. Η μικρή όμως δεν έφευγε από τα μάτια του.
Η Βάντα γύρισε στη Θεσσαλονίκη. Η φίλη της δε μίλησε, δεν ήθελε να την αναστατώσει.
Ένα απόγευμα, καθώς έπινε τον καφέ της, και η μικρή έπαιζε δίπλα της, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η μητέρα της. Ο Στέφος είχε ένα ατύχημα με τη μηχανή και ήταν πολύ βαριά. Έπρεπε να την αντικαταστήσει η Βάντα στο μαγαζί. Έτσι , πήρε τη μικρή και πήγε στην καφετέρια. Ο Στέφος για αρκετές μέρες ήταν στην Εντατική με βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Δεν είχε καμία επαφή με το περιβάλλον. Κάποια στιγμή μετά από μέρες άρχισε να συνέρχεται. Ζήτησε την κυρά – Παρθένα, ήθελε οπωσδήποτε να της μιλήσει. Της έπιασε το χέρι και αρθρώνοντας με δυσκολία της είπε:
«Συγχώρεσέ με, θέλω να ελαφρώσω την ψυχή μου, εγώ έβγαλα τις πλαστές φωτογραφίες, εγώ τις έστειλα στην Αθήνα, ήταν ένα καλό φωτομοντάζ. Εγώ από αγάπη διέλυσα το γάμο, μόνο από αγάπη. Όμως τώρα δεν μπορώ να φύγω έτσι κουβαλώντας αυτό το βάρος στην ψυχή μου. Συγχώρεσέ με. Θέλω να φύγω ξαλαφρωμένος από τις τύψεις για το κακό που έκανα. Συγχώρεσέ με» και έπεσε σε κώμα.
Η γυναίκα έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι. Αναστατωμένη έφτασε στην καφετέρια και όταν η Βάντα ανήσυχη ρώτησε για την κατάστασή του, εκείνη της τα είπε όλα. Το κορίτσι πάγωσε. Ο Στέφος ήταν ο αδελφικός της φίλος, τον αγαπούσε, ήταν ο άνθρωπος υπεράνω υποψίας. Της κατέστρεψε τη ζωή. Άφησε το παιδί της χωρίς πατέρα από μια αρρωστημένη αγάπη, που η ίδια αγνοούσε. Οργή, θυμός, πίκρα, ανάκατα συναισθήματα. Δεν ήξερε τι να πει. Βρήκε όμως τη δύναμη να ψιθυρίσει «Ας τον συγχωρέσει ο Θεός». Μετά από δύο μέρες ο Στέφος άφησε την τελευταία του πνοή. Οι δικοί του δώρισαν τα όργανά του δίνοντας ζωή σε άλλους ανθρώπους.
Όταν τηλεφώνησα στον Άλκη, εκείνος μου είπε τα νέα. Δε μου προκάλεσαν καμία έκπληξη. Το περίμενα. Η Βάντα αγαπούσε πολύ το Φίλιππο για να κάνει κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν το πίστεψα. Θέλησα να του το πω αμέσως. Εκείνη όμως με σταμάτησε και είχε τους λόγους της: «Όλα αυτά τα χρόνια μπορούσε να σκεφτεί, έμαθε για το παιδί, ξέρει τη ζωή μου. Αν θελήσει να γυρίσει κοντά μας, θέλω να το κάνει μόνος του, με την καρδιά του, γιατί μόνο η καρδιά γνωρίζει την αλήθεια». Τόσο εγώ, όσο και ο Άλκης, είχαμε τις αντιρρήσεις μας, ο Φίλιππος έπρεπε να το μάθει. Ήταν όμως κατηγορηματικά αρνητική. Σεβαστήκαμε την επιθυμία της αφήνοντας τη μοίρα να αποφασίσει αν και πολλές φορές η αλήθεια ήταν κοντά στα χείλη μας, όμως έπρεπε να κρατήσουμε το λόγο μας.
Το γράμμα της Βάντας αυτή τη φορά ήταν πολύ σύντομο:
«αγαπημένε μου,
Σε περιμένουμε να φωτίσεις τη ζωή μας. Σε βλέπουμε στα όνειρά μας, άκουσε την καρδιά σου, δες την αλήθεια, παραμέρισε λογικές και αμφιβολίες, η αλήθεια είναι μπροστά σου, γιατί αρνιέσαι να τη δεις;
Σε αγαπάμε
Βάντα – Φιλίππα».
Για πρώτη φορά πρόσθεσε και το όνομα της μικρής, ήξερε καλά ότι και εκείνη τον περίμενε, μέχρι πότε όμως, κάποτε το παραμύθι θα τελείωνε και όλα θα σκορπίζονταν στους πέντε ανέμους. Διατηρούσε όμως σαν βάλσαμο ψυχής την ψευδαίσθηση της επικοινωνίας μέσα από τα μυστικά και ανεξήγητα μονοπάτια της ψυχής.
Πέρασε άλλο ένα καλοκαίρι, ήρθε το Φθινόπωρο. Η ζωή συνεχιζόταν το ίδιο άδεια και μοναχική για τη Βάντα, ανάμεσα στο γραφείο και στο σπίτι. Κάπου – κάπου πήγαινε στην καφετέρια που την ανέλαβε ο Δημήτρης μετά το θάνατο του Στέφου. Ο Γεράσιμος αραίωσε τις επισκέψεις γιατί κατάλαβε ότι το κορίτσι αυτό δε θα το κέρδιζε ποτέ, συνειδητοποίησε την πραγματικότητα και άνοιξε πανιά γι’ άλλη αγκαλιά. Τα έφτιαξε με την Ανθή μια γειτονοπούλου και ταύτισε τα όνειρά του με τα δικά της. ετοιμαζόταν να κάνει την οικογένεια που επιθυμούσε. Έτσι έπαψε να ενδιαφέρεται για την Βάντα. Εκείνη πάλι περνούσε τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της με τη Φιλίππα. Πηγαίνανε στο ζωολογικό κήπο, κάνανε βόλτες στην παραλία, κάθονταν στο παγκάκι, τρώγοντας το μαλλί της γριάς και αντικρίζοντας το απέραντο γαλάζιο του Θερμαϊκού που χανόταν στον ορίζοντα. Η μικρή μιλούσε συνέχεια, ρωτούσε διάφορα πράγματα με το δικό της χαριτωμένο τρόπο, πάντα όμως οι ερωτήσεις κατέληγαν στον πατέρα της.
Η Βάντα δεν ήξερε τι να της πει, είχε εξαντλήσει όλες τις δικαιολογίες της πολύχρονης απουσίας. Ένιωθε όμως ότι πλησίαζε η ώρα της αλήθειας και έπρεπε να επιστρατεύσει όλη τη δύναμη της ψυχής της και όλη την αγάπη της για να την βγάλει έξω. Έβλεπε ότι ο Φίλιππος δε θα γύριζε ποτέ, γιατί ποτέ δεν ένιωσε το μέγεθος της αγάπης και της αφοσίωσής της. Ίσως έτσι το θέλησε η μοίρα, ο Θεός, δεν ήξερε αλήθεια ποιος. Ένα ήταν σίγουρο, ότι η ώρα της αλήθειας πλησίαζε. Ίσως η ώρα αυτή ήταν οδυνηρά λυτρωτική για την ίδια, για τη Φιλίππα όμως, πως θα το δεχόταν, πως μπορούσε αλήθεια να καταλάβει ένα παιδί πέντε χρονών την άρνηση του πατέρα, που με την εικόνα του έζησε; Αυτές και πολλές άλλες σκέψεις τη βασάνιζαν και την άφηναν ξάγρυπνη. Το πρωϊ οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια της πρόδιδαν την αλήθεια. Η μάνα της την κοίταζε σιωπηλή, δε μιλούσε, καταλάβαινε, όμως δεν μπορούσε να βοηθήσει, μόνο ψιθύριζε: «Θεέ μου, βοήθησέ μας, κάνε το θαύμα σου».
Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες. Γενική καθαριότητα, ψώνια, δουλειές. Πάντα οι μέρες αυτές ήταν γεμάτες. Η μικρή χαιρόταν πολύ τις στολισμένες βιτρίνες, το δέντρο, περίμενε τα δώρα της από τον Άη Βασίλη, ήταν όλο χαρές και παιχνίδια. Ήθελε κάθε μέρα να χαζεύει τις βιτρίνες με τα πολύχρωμα παιχνίδια, τα δέντρα, τις γιρλάντες. Όλα αυτά την έκαναν να λάμπει ολόκληρη και ολοένα να ζητά καινούργια πράγματα, όπως συνήθως τα παιδιά μπροστά στους πειρασμούς των καταστημάτων.
Εκείνο το βράδυ, ήταν Πέμπτη, προπαραμονή Χριστουγέννων. Η μικρή, όπως κάθε βράδυ, φίλησε τη μαμά και έπεσε να κοιμηθεί. Η Βάντα έμεινε να συγυρίσει την κουζίνα και θα ξάπλωνε και αυτή. Η γιαγιά ήταν στην καφετέρια, δίνοντας το δικό της αγώνα ζωής μέχρι αργά. Ο Δημήτρης είχε βγει με ένα κορίτσι που γνώρισε πρόσφατα, την Αργυρούλα και που φαινόταν η αρχή μίας σχέσης. Θα πήγαιναν κινηματογράφο και θα αργούσε περισσότερο. Δεν πρόλαβε να βάλει το νυχτικό της, όταν άκουσε κλάματα από το δωμάτιο της μικρής. Έτρεξε ανήσυχη, τη ρώτησε τι έχει, γιατί κλαίει. Η μικρή ένιωθε δυνατούς πόνους στην κοιλιά, έκλαιγε συνέχεια, την αγκάλιασε σφιχτά, δεν ήξερε τι να κάνει. Κάλεσε αμέσως ασθενοφόρο που τη μετέφερε στο εφημερεύον Νοσοκομείο της περιοχής. Στα έκτακτα περιστατικά διαπιστώθηκε οξεία σκωληκοειδίτις και αμέσως οδηγήθηκε στο χειρουργείο. Σε λίγο έφτασε η γιαγιά γεμάτη αγωνία. Είχε αφήσει σημείωμα στον Δημήτρη για το περιστατικό. Η εγχείρηση δεν κράτησε πολύ, όλα πήγαν καλά και η μικρή μεταφέρθηκε σ’ ένα δωμάτιο που θα τη φιλοξενούσε για λίγες μέρες.
Ο Άλκης από νωρίς προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τη Βάντα, αλλά κανείς δε σήκωνε το τηλέφωνο, το δε κινητό ήταν κλειστό. Δεν ήξερε τι να κάνει, άρχισε να ανησυχεί. Κάποια στιγμή αργά τα μεσάνυχτα, ο Δημήτρης που μόλις είχε γυρίσει, σήκωσε το τηλέφωνο. Την εξήγησε ότι η μικρή νοσηλευόταν. Εκείνος αναστατώθηκε, στενοχωρήθηκε, είχε ιδιαίτερη ανωμαλία στη μικρή και όλη τη νύχτα πηγαινοερχόταν καπνίζοντας. Περίμενε να ξημερώσει με έτοιμες τις αποσκευές για Θεσσαλονίκη. Λίγο πριν κλείσει την πόρτα ξύπνησε ο πατέρας του απορημένος για το πρωϊνό ταξίδι του Άλκη, πράγμα ασυνήθιστο γι’ αυτόν. Θέλησε να μάθει. Εκείνος όμως βιαζόταν να προλάβει την πρώτη πτήση για Θεσσαλονίκη «Σού άφησα σημείωμα» είπε και έκλεισε δυνατά την εξώπορτα προδίδοντας έτσι την ανησυχία του. Εκείνος πήρε στα χέρια του το ολιγόλογο σημείωμα, διάβασε: «Η Φιλίππα είναι στο Νοσοκομείο. Ταξιδεύω για Θεσσαλονίκη». Ξαφνιάστηκε και χωρίς να σκεφτεί περισσότερο ντύθηκε, κάλεσε ένα ταξί και μετά από μία ώρα έφτασε στο Αεροδρόμιο παίρνοντας την επόμενη πτήση. Επικοινώνησε με τον Άλκη και έμαθε λεπτομέρειες για την υγεία της μικρής.
Έφτασε γύρω στις δώδεκα στο Νοσοκομείο. Αφού μίλησε με το γιατρό και έμαθε ότι όλα πήγαν καλά, κατευθύνθηκε στο δωμάτιο της μικρής. Η Φιλίππα είχε συνέλθει, πάνω της ήταν σκυμμένοι η μαμά της και ο Άλκης. Φαινόταν καλά κρατώντας στα χέρια της την καινούργια κούκλα του Άλκη. Μπήκε αθόρυβα, στάθηκε για ένα λεπτό ακίνητος, αμίλητος και σκεπτικός. Πρώτη του αντιλήφθηκε η μικρή. Βλέποντάς τον σα στήλη άλατος, τον κοίταξε καλά, το πρόσωπό της φωτίστηκε και «Ο μπαμπάς, μαμά, ήρθε ο μπαμπάς» φώναξε γεμάτη χαρά και του άπλωσε τα χέρια «Μπαμπά μου, μπαμπούλη μου, σε περίμενα, πες μου ότι δε θα ξαναφύγεις ποτέ ξανά, πες μου σε παρακαλώ». Ήταν ασυγκράτητη, ζητούσε απεγνωσμένα μία υπόσχεση που η παιδική της ψυχή είχε μεγάλη ανάγκη. Εκείνος την αγκάλιασε, τη φίλησε, της χάϊδεψε τα μαλλιά, άργησε να της απαντήσει. Ήθελε να μάθει πρώτα αν ήταν καλά. Εκείνη όμως επέμενε: «Πες μου, μπαμπά» Τότε εκείνος την έσμιξε στην αγκαλιά του και είπε: «Το ταξίδι τέλειωσε για πάντα, γλυκιά μου. Μου έλειψες, μου λείψατε πολύ. Σας αγαπώ». Τις αγκάλιασε και τις δύο αφήνοντας ένα δάκρυ να κυλήσει. Ήταν ένα δάκρυ ψυχής που έσμιξε με το δάκρυ της αγαπημένης του, που όλα αυτά της φαίνονταν σαν όνειρο. Όμως η πραγματικότητα ξεπερνούσε το όνειρο, διεκδικώντας τα δικαιώματά της. Ήταν μια διαφορετική πραγματικότητα που θα τους αποζημίωνε για το χθες. Το αύριο, ήταν στα χέρια του Θεού.
Η κυρά – Παρθένα ανοίγοντας την πόρτα έμεινε άναυδη μπροστά στη σκηνή. Την έκλεισε αθόρυβα και προχώρησε έξω στο παρεκκλήσι του Νοσοκομείου νιώθοντας πάνω της για μία ακόμη φορά να ακουμπά το χέρι του Θεού…..
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
| chrisdom1@hotmail.com | | |
|
Black Butterfly :) 13-01-2015 @ 19:19 | ::up.:: | | Μαυρομαντηλού 13-01-2015 @ 19:38 | ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΑΛΛΑ ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΣΤΕΝΑΧΩΡΗΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
::1492.::::1492.::::1492.::
::1499-1661-3494.::
::23306.::::23306.::::23306.::::23306.:: | | aridaios 13-01-2015 @ 22:52 | «Πότε, μαμά, θα’ ρθει ο μπαμπάς; Όλο ταξιδεύει, πότε θα τον δω;», «Θα’ρθει μωρό μου, θα’ρθει», είπε αγκαλιάζοντάς την, καθώς ένα βουβό δάκρυ κυλούσε στο μάγουλό της που προσπαθούσε να το κρύψει. Μέσα της όμως ένιωσε ένα αγκάθι να της τρυπάει το στήθος, μη ξέροντας μέχρι πότε θα μπορεί να υπόσχεται ότι ο μπαμπάς θα γυρίσει κάποτε και μέχρι πότε εκείνη θα μπορεί να το δέχεται. ::cry.::
Τότε εκείνος την έσμιξε στην αγκαλιά του και είπε: «Το ταξίδι τέλειωσε για πάντα, γλυκιά μου. Μου έλειψες, μου λείψατε πολύ. Σας αγαπώ». Τις αγκάλιασε και τις δύο αφήνοντας ένα δάκρυ να κυλήσει. Ήταν ένα δάκρυ ψυχής που έσμιξε με το δάκρυ της αγαπημένης του, που όλα αυτά της φαίνονταν σαν όνειρο ::cry.:: | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|