| Ημέρα δίχως πεθαμό
Ειρωνικοί στίχοι
Ι
Ξεπρόβαλε η νύχτα την αυγή
Και η Κυριακή εμφάνισε τη Δευτέρα,
Ανακοινώθηκε γιορτή πάνω στη Γη:
Χωρίς θανή ημέρα!
Την είσοδο στον Άδη φυλάνε τεθωρακισμένα,
Οι χώροι παραδείσου κλειστοί με περιφράξεις
Δίχως τους όρους κι επιφυλάξεις.
Με Τον επάνω όλα συμφωνημένα.
Χαίρε, διασκέδασε λαέ!
Σήκωσε ποτήρια με κρασί σαμπανιζέ!
Κανένα δε θα τρώει το μαύρο χώμα!
Για μέρα ολάκερη θα υποχωρεί το σκοτάδι,
Θα συλλαμβάνουν το καρκίνο-ρημάδι,
Θα κρατηθεί η ψυχή μέσα στο σώμα.
Ημέρα με αλαλαγμούς!
Ευνοϊκή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα:
Αν μακελειό, τότε δίχως πεθαμούς
Εκτέλεση, τότε με άσφαιρα.
Άφαντος ακόμη και ο θάνατος λευκός,
Ο μόλυβδος πετούσε ως νερού σταγόνα,
Αέρια θανατηφόρα έγιναν δακρυγόνα,
Και το φαρμάκι γινότανε ροδόσταμο γλυκό.
Ακόμη και για το θρησκευτικό μου «εγώ»
Και το κομματικό μου «υπερεγώ»
Κανείς δε θα τραβάει μίσος φονικό,
Κανένας από το φανατισμό δε θα πεθαίνει
Και στην κρεμάλα δε θα ανεβαίνει
Αυτός που παλεύει για θρίαμβο ιδανικών.
Θα αναφλέγονται χίλια πυρά,
Μόνο χέρια θα ζεσταίνουν, δε θα καίνε κανένα.
Θα γίνονται καταστροφές, όλεθροι, συμφορά,
Ενώ θύματα, ούτε ένα.
Και ξεκολλώντας από το τραπέζι,
Κανένας δε θα σκάσει από τη λαιμαργία,
Και μόνο σε σκηνοθεσιών τα σφαγεία
Ο ήρωας τον θάνατο θα παίζει.
Στα χόσπις, που με πόθο θέλουν να πεθαίνουν,
Αυτούς ανηλεώς θα ανασταίνουν,
Θα τους μαλάξει, θα τινάξει, θα αναμαλλιάσει
Μια ειδικη ομάδα άσσων,
Που ξέρουν τους νεκρούς να παρενοχλήσουν,
Για μια ημέρα τα απρόοπτα να καταργήσουν.
Ξεχάστε το μίσος, τη ζήλια ακρωτηριάστε,
Φονιάδες, τη ζέση σας μετριάστε!
Δεκτός ο ξυλοδαρμός, μα όχι ο σκοτωμός!
Μπορείς να στραγγαλίζεις, μα όχι εντελώς.
Το άνοιγμα του παραθύρου μην πατάς φευγάτος,
Μην κλέβεις φως, κατέβα προς το παρόν,
Αφού έγινε η άρση των αιτιών
Για τις οποίες μπορείς να πηδήσεις κάτω.
Άνανδροι, λαγόκαρδοι, δειλοί,
Όλους θα σώσουμε απ’ της θηλιάς τη θανή
Και με της κόλασης την εντολή
Θα μπήξουμε ξανά στο σώμα την ψυχή.
Και κατ’ απ’ τα τσεκούρια των δημίων
Κεφάλι δε θα πέσει του πλησίον.
Δεν έχουν σήμερα οι ουρανοί υποδοχή.
ΙΙ
Με την αυγή ήρθε η χαρμονή,
Σαν αποτήφλωση με κρότο.
«Σταμάτα χρόνε!» υψωνόταν η φωνή,
Που ήταν της ημέρας το μότο.
Απ’ τα ουράνια έρεε το φως βαθμηδόν,
Οι χορωδίες των αγγέλων έψαλαν πολλάκις
Και σύντομα αποθρασύνθηκε ο κοσμάκης:
Καν’ ότι θέλεις, ο θάνατος απών!
Κάποιος έπινε, μέχρι που έμενε γυμνός,
Αλλά ο άτιμος έμενε ζωντανός.
Ο άλλος έπεφτε στο κενό από υποκρισία,
Τον τρίτον έπνιγε ο πλησίον,
Αφού εκείνος όρμισε εναντίων,
Και πάει σύννεφο η ατιμωρησία.
Εκείνος που ποτέ δε έχασε την υπομονή,
Που ούτε σκέφτηκε ποτέ: «μπουλμπέρι και στάχτη»,
Άρχισε να ψηλώνει τη φωνή,
Σαν παλούκια του φράχτη.
Από το καλντερίμι βιαστικός αφαιρούσε
Και έριχνε τον λίθον του αναθέματος,
Ενώ πριν ήταν ευγενικός σαν γαλαζοαίματος
Και το κακό και την βία περιφρονούσε.
Κανένας και για τίποτα δεν μετανοούσε.
Εκείνος που νωρίτερα θεωρούσε
Το θάνατο ως όλεθρο και συντριβή,
Εκείνος χτυπούσε δια μιας,
Αλλά διόλου δεν ένιωθε φονιάς
Και σιγοτραγουδούσε με απολαβή.
Η επιστήμη γέμισε καιροσκόπους
Και ο γιατρός ζευγάρωνε το ασυμφιλίωτο,
Δοκίμαζε τα δηλητήρια πάνω σ’ ανθρώπους,
Και μάλιστα χωρίς αντίδοτο!
Κάποιοι οργάνωσαν πογκρόμ,
Με θύματα οι ξενόφερτοι:
Μικροί και μεγάλοι αιμόφυρτοι,
Μα ζωντανοί προς το παρόν.
Αυτούς που το ποτάμι ήθελαν για κοιμητήρι,
Έδιωχναν με τανκς απ’ το γεφύρι.
Αυτόχειρες έβγαζαν απ’ τις θηλιές-γραβάτες,
Η τύχη… έφυγε απ’ τον τροχό!
Η καλοπέραση βρήκε τον φτωχό!
Επέτυχαν και γλεντούσαν οι πρωτεργάτες.
Μα ξαφνικά ήρθε μια είδηση,
Την ανακοίνωσε όχι όποιος κι όποιος,
Αλλά αυτός που είχε του γλεντιού την οδήγηση:
Πως κάπου πέθανε κάποιος.
Σε μια απόμακρη της γης γωνιά
Όπου κοιμούνται τα πάθη και τα στοιχεία,
Και οι λεβέντες απ’ την εντατική θεομαχία,
Δεν κατάφεραν να φτάσουν σ’ αυτήν τη φωλιά.
Ποιος τόλμησε και παραβίασε τον νόμο;!
Και πώς μπήκε στον δρόμο τον ανθρωποκτόνο;
Εκείνος άξιζε τιμωρία αυστηρή.
Πρώτα, απ’ το φιλί έγινε τρελός,
Μετά απ’ την αγάπη πέθανε αυτός
Κατά την απογείωση για νότα υψηλή.
Β. Βισότσκι
1978 (2015)
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|