| Γαλάζιο μπρός μου σάλευε κι ὁ Ὄλυμπος στό βάθος,
κρατοῦσε τούς ὁρίζοντες, σέ μῦτες χιονισμένες
καί ἔσμιγε στά μάτια μου, τοῦ ἔρωτα τό πάθος,
σέ πλοῖα πού ταξείδευαν, σέ πλάτες βελουδένιες,
τῶν κοριτσιῶν πού πλάγιαζαν, σέ ράθυμα κρεβάτια
καί κάπου σύ ξεσήκωνες, νοτιάδες νά θολώσεις,
στά χνάρια σου πού ἔσερναν, ξοπίσω σου τά μάτια,
ἀνδρῶν πού σέ τυλίγανε καί ψάχναν νά τούς σώσεις
στήν θηλυκή σου ὄαση, τῆς μητρικῆς σου φύσης
ἐκείνη τήν ἀρχέγονη, πού γένναγε τούς ἄντρες
κι ἤσουν Θεά κι ἱέρεια μυσταγωγία ζήσης
πού τόν λαιμό σου στόλιζαν, λιακάδες ρόζ καί χάντρες.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 7 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|