| Άνοιξαν τα παράθυρα του χαμένου κόσμου,
έκλεισαν οι πόρτες της ψυχής.
Φύσηξε ο αγέρας και ανέμισε τις κουρτίνες,
την ίδια στιγμή που ο παπαγάλος απήγγειλε
τον τελευταίο
βραχνό του στίχο.
Ανέλπιδα προσπάθεια να κατανοήσω την πλάση,
μουντή φωνή στο σκοτάδι
και ένας ίσκιος
απ’ αυτούς που κάτι σου θυμίζουν
μα δεν ξέρεις τί,
απλά υποθέτεις.
Οι υποθέσεις για το κάθε τί διαμορφώνουν τα ερωτήματα.
Απαντήσεις;
Ο αγέρας φυσάει.
Μα δεν με νοιάζει πια.
Τράβηξα την πόρτα
και πέρασα στο απέναντι δωμάτιο,
ένα δωμάτιο χαμηλό,
αραχνιασμένο απ’ τους καιρούς
που πέρασαν αφήνοντας το σημάδι τους
πάνω στην σκόνη.
Ακουμπάω και ‘γω την παλάμη μου πάνω της
για ν’ αφήσω το σημάδι μου,
το τελευταίο ίσως πράγμα που μου μένει να κάνω.
Και θυμάμαι,
όταν κι εσύ πήγες να ακουμπήσεις,
το παράθυρο άνοιξε και η σκόνη βγήκε απ’ αυτό,
παίρνοντας και ‘μένα μαζί της.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|