| Κάπτεν Αντόνιο, χαρτοφάγε
τι τρως με τα κιλά τους χάρτες;
Έχουμε τόσα να φας:
φάε δυο τάρτες!
Μονάχα τρως και όλο γυρεύεις
ένα νησί των ρεμβασμών σου.
Λες και είσαι εσύ που αφεντεύεις
το πλήρωμα, τον ψυχισμό σου.
Σου κάνουνε παρατηρήσεις,
μα έσυ; δεν λες να τις τηρήσεις.
Τρως χάρτες, την μόνη μας πυξίδα
πώς θες να έχει το πλήρωμα ελπίδα;
Και περνούσε ο καιρός
μεγάλωνε ο παπαγάλος ο μικρός
κλαίγαν τα δέντρα, θλίβονταν οι ουρανοί
τα σύννεφα και οι θαλασσοπλοηγοί.
"Τι συμφορά! Τι συμφορά
που δεν βρίσκουμε στεριά!"
λέγανε οι ναύτες, φώναζαν και οι γοργόνες
και είχαν δυο ελπίδες να σωθούνε μόνες:
Να τον αρπάξουν,
να τον ρημάξουν
και να τον κάνουν να τους φτύσει
τους χάρτες που είχε για πρωινό επιθυμήσει.
Ή -απ'την άλλη- να σιωπήσουν,
τις σκέψεις τους να φιμώσουν
το στόμα τους να μπουκώσουν
να σιγοσβήνει η ζωή τους να αφήσουν.
"Ναύτες" φωνάζει ο Καπετάνιος
"φαγώθηκε ένας πορτολάνος.
Πως ήταν ο τελευταίος φοβάμαι
και δεν ξέρω,πλέον, πού πάμε".
ΜΗ ΣΕ ΠΕΙΡΑΖΕΙ, ΚΑΠΕΤΑΝΙΕ
ΤΩΡΑ ΟΠΩΣ ΘΕΣ ΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ ΚΑΝΕ
ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΠΙΑ ΝΑ ΠΑΣ ΠΟΥΘΕΝΑ
ΕΙΣΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΤΑ ΒΑΘΙΑ ΝΕΡΑ.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|