Του άχρηστου που δε πρόλαβε να έρθει και ξαναφεύγει για τα ξένα.
’Κούγω ψηλά τον αϊτό
ψηλά τον που μαλώνει.
Χρυσαϊτό εμαλωνε τον σαϊνα ερίζει
πα' φήκαν έρμα τ'αϊβουνά
άδεια τα κορφοβούνια
κατέβηκαν στα χειμαδιά
στις πόλεις μέσα μπήκαν.
Αχ ο χώ χώ.
’Κούγω και τ'αϊψηλά βουνά
ράχες και σπηλιαρούδια
πονούν που είναι μαναχά
αντιλαλούν βαΐζουν
μα πίο πολύ εβάϊζαν
για το στερνό σουγκάρι.
Ωχ ο χω χώ.
’Κούγω και τη μανούλα του
πετά και το γυρεύει
μα αυτό στα ξένα έφυγε
δε θα ματαγυρίσει