| Βροχή στην πόλη
Συννέφιαζε από μέρες
Μαύρα σύννεφα, βαριά
Μα με αυταπάρνηση οι νοικοκυρές άπλωναν τις μπουγάδες
Ν’ ανεμίσει το λευκό
Το καθαρό
Της άσπιλης αγνότητας και πάστρας απόδειξη και σημαία
Κι ύστερα άρχισε να βρέχει
Μαύρη βροχή, γεμάτη καυσαέρια και ρύπους
Γιατί η πόλη χρόνια τώρα έφτιαχνε και πουλούσε βρωμιές
Έτρωγε κι έφτυνε βρωμιές
Μέχρι και σπίτια έχτιζε με βρωμιές
Μα είχε τέχνη ανακαλύψει υψηλή και σπουδαία
Που έκανε τις βρωμιές να μοιάζουν με τα πολύτιμα και τα ωραία
Και ξεγελούσε το μάτι να μπερδεύεται, να μην τις γνωρίζει
Κι έτσι σιγά – σιγά να τις συνηθίζει και να τις ξεχνά
Μόνο κάθε που βρέχει σα να ξυπνούν οι νοικοκυρές από τον ύπνο το βαθύ
Τρέχουν να προλάβουν τις μπουγάδες να σώσουν
Μα πάντα για κάποιες είναι αργά
Τότε η οργή και η θλίψη ξεχειλίζουν για λίγο
Λένε «τι κρίμα»
Κι ύστερα τη λάτρα ξαναπιάνουν με φροντίδα περισσή
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|