|
Από τι Μεσαίωνα έρχεται και σε τι
Μεσαίωνα πάει- άσε με εγώ να το ξέρω- ο άνθρωπος..
Παπαρούνες δρασκελούν την γλαφυρή στιγμή των μαρμάρων·
Των μαρμάρων που άντεξαν αιώνες και ακόμη
ένας ψίθυρος μένει
Ν' αντιλαλεί μες την ηλιόλουστη κοιλάδα.
Σφυρίζουνε δυο φίδια που απομακρύνονται·
Η ζωή κυλάει· το φως ροκανίζει τις προεξοχές της ανάμνησης·
Η μέρα σπουδάζει την γαλήνη πάνω σε έναν στίχο.
Το ένστιχτο όμως βρίσκει, σαν πάντα, τον δρόμο του
Και κορυφώνεται μαβί μες τον κροκάτο αέρα·
Το ένστιχτο που βάρυνε από του απραγματοποίητου την προσμονή.
Και η γιορτή που μέσα της σταματήσαμε
Σαν για ν' ακούσουμε τις μουσικές, σαν
Για να γευτούμε λυρικά κρασιά που έσμιγαν στον ουρανίσκο
Κάτω από μια φωτιά, λιγάκι πριν να 'ρθει το Πάσχα, η γιορτή
Μας έδωσε τις εικόνες αλλιώτικες-
Στον τρόπο που μια θύελλα θέλει
Και που κανονιοβολεί ο ήλιος το απέραντο πέλαγος..
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|