| 14.51΄45΄΄4/3/2015
Κάτσ’ ὁ Ραγιᾶς στό μάρμαρο, βαρύς νά ξαποστάσει
καί ἔτρεχε ὁ ἴδρωτας, ποτάμι στό κορμί του
κι ὁ Τοῦρκος κεῖ ξεπέζεψε στιγμή νά ξεμουδιάσει,
ὅτι ἐπάνω στ’ ἄλογο, μουδιάσαν οἱ ἁρμοί του.
Κι ὡς τέντωνε τά μέλη του καί λάμπαν τά μετάξια,
ἐπάνω στόν πολύχρωμο καί πλούσιο ρουχισμό του,
σηκώθ’ ὁ δοῦλος σκύβοντας, μήν καί σταθεῖ ἀντάξια,
τ’ ἀφέντη, προκαλῶντας του, μ’ ὀργή τόν σαδισμό του.
Κι ἔτσι ἐστάθη ἄγαλμα, ταλαίπωρο καημένο,
ὡσότου κεῖνος ἔφυγε, καβάλα στ’ ἄλογό του
καί φρύαζ’ ἀπό μέσα του, ‘να Γένος σκλαβωμένο,
πού μάτωνε ἀνήμπορο, ἐμπρός στόν τύραννό του.
Καί ἕνα γύρω μάρμαρα, μνημεία τῶν προγόνων,
στεκότανε σάν μάρτυρες, σιωπηλοί κι αἰώνιοι,
τῆς πλέριας ἐξαθλίωσης, ἀτέλειωτων αἰώνων,
ἑνός λαοῦ ὑπόδουλου, στοῦ Δήμιου τήν ἀγχόνη.
Κι οἱ σάρκες του σκορπίζανε, σ’ ἀμέτρητα κομμάτια,
γεμίζοντας μ’ ὁλόδροσα, κορίτσια τά χαρέμια
κι ἀγόρια τῶν Γενίτσαρων, -ἀνθρώπινη πραμάτεια-,
τά βάρβαρα στρατόπεδα καί τράβαγε τά γκέμια,
ὁ Τοῦρκος τοῦ κακόμοιρου, Ραγιά πού ‘χε ζεμένο,
μ’ αἱμάτινα κι ἀπάνθρωπα, δουλείας χαλινάρια
καί ἔμοιαζε τοῦ Γίγαντα, στόν Καύκασο δεμένο,
πού κάθε μέρα τοὔτρωγε, ὁ Γύπας τά σκωτάρια.
Κι ὅπως στεκόταν ἄκουσε, τόν ἄνεμο νά λέγει,
κάλλιο σκουλήκι κάτωθε, ‘π’ τό χῶμα δίχως ζήση,
παρά Ραγιάς σά πρόβατο, ὁ Τοῦρκος νά σ’ ἁρμέγει
καί νά σέ σφάζει ὅποτε, ἔτσι τ’ ἀποφασίσει.
Καί κείν’ ἡ ὥρα γένηκε, λές καί χιλιάδες χρόνια,
ξυπνήσανε ἀπότομα, μέσα στά κύτταρά του
κι ὀργή τρελή γενήκανε, αἰώνων καταφρόνια
κι ἡ Λευτεριά ἤ Θάνατος, παντιέρα καί φτερά του.
Κι ὁ Δοῦλος μεταλλάχθηκε, ‘πό σκύλο σέ λιοντάρι
καί Δράκοντα πού ξέρναγε, ἠφαίστεια ἡ πνοή του
κι ἡ Χώρα πιά ὁλάκερη, σά φρύγανο ‘χε πάρει,
μέ μιᾶς φωτιᾶς λαμπάδιασμα καί καίγονταν μαζί του,
ὅτι μέσα στό εἶναι του, ἠχοῦσε ὁ παιάνας,
πού ἔψαλλαν οἱ πρόγονοι, ἴτε παῖδες Ἑλλήνων,
νά σπάσουμε τά σίδερα, τῆς Τούρκικης δαγκάνας,
μηδέ κόπων φειδόμενοι, μηδέ κακῶν κινδύνων
κι ἤ νά χαθοῦμε ὅλοι μας, ἤ Λεύτερη Πατρίδα
καί γῆ νά παραδώσουμε, στ’ ἀγέννητα παιδιά μας,
γιά νά γεννιοῦνται Λεύτερα, στόν Ἥλιο καί μ’ ἑλπίδα
καί μέσα τους νά πάλλεται, τοῦ Γένους ἡ καρδιά μας.
Καί ἦταν στό κατόπι του, ἡ Μάνα Παναγία
κι εὐλόγαγε τά ὅπλα του καί στέκονταν σιμά του,
Ἑλπίδα κι Ἀρχιστράτηγος καί Θεία εὐλογία,
στ’ ἀδέξια κι ὑπερήφανα, τά πρῶτα βήματά του.
Καί ἕνας μόν’ ἀντίλαλος, τά πέλαγα δονοῦσε
καί ἔσερνε τό μήνυμα, στοῦ Γένους μας τήν Πόλη,
πού τόν Σουλτάνο τρέλαινε καί σά θεριό βογγοῦσε,
τῆς Λευτεριᾶς πού γύρευαν, μ’ ἑλπίδα πλέον ὅλοι.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|