| Άπλωνε ο ήλιος τα φτερά του
κι αδημονούσε όλη πλάση
η νύχτα που ρθε να περάσει
απ τη σκιά του αοράτου
λες χέρι ακούραστο με δόρυ
παρθένα αμόλυντη άγια κόρη
εξακοντίζει στον αέρα
να διακορεύσει τον υμένα
κι ύστερα νύφη παστρική
στέκει γυμνή στη λαϊκή.
Δάκρυα πουλάει απ τη χαρά της
μ ένα σφυρί σαν δημοπράτης
μα δεν σου φτάνει μια ζωή
για μια ανεπαίσθητη στιγμή
να ανταλλάξεις για να νοιώσεις
δίχως μετά να μετανιώσεις
πριν ήλιος κλείσει τα φτερά του
κι αυτό το θέατρο σκιών
στο χωνευτήρι των καιρών
να απωλέσει τα όνειρά του
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|