| Στη σκοτεινή μου την σκηνή, εσύ κιθάρα πιάνεις
κι από κάτω άδειες μου, καρέκλες θεατές.
Μετανοιωμένη προσευχή, το βλέμμα μου σαν φτάνεις,
φτεροκοπάν από ψηλά, κραυγές μεθυστικές.
Χορδές στην άβυσσο, πολύχρωμες ανταύγειες,
και ξάφνου έρωτας μας λούζει στα στενά.
Και σαν ηφαίστειο μυαλού, καιγόμαστε στις λάβες,
μου 'λειψε ιδρώτας του κορμιού, αγάπης πρωινά.
Κρατώ μικρόφωνο παλιό και χάνεται η φωνή μου,
κι είναι φωτιά τα μάτια σου, που μέσα τους βουτάω.
Το δισκοπότηρο του νου μου άδειασε ψυχή μου,
μόνος σαν μένω στο κενό σειρήνες ξεδιψάω.
Δείπνο με ταύτιση θυμών η μόνη μας αλήθεια,
και ποικιλόμορφες στιγμές ξυπνούν στο όνειρο μου.
Συνήθως μόνος βάδιζα, μα είχα μια συνήθεια,
τις νύχτες πάντα να μιλώ, στον μέλλων θάνατο μου.
Κι αυτή η άγρια πρόσκληση, τα μάτια σου που κρύβουν,
πλέκει ιστό αόρατο, που με αργοτυλίγει.
Σ' αυτή την μόνη όχληση, ψυχές δεν θα ξεφύγουν,
κάποιας αγάπης χωρατό που έρωτες θα θίγει.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 8 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|