| [B]Μάθε πόσο αντεπαναστάτης είσαι[/B]
Έκλεισα κάμποσους σελιδοδείκτες σε μια ανθολογία ποίησης,
για κάθε περιλαμβανόμενο ρεύμα διάλεξα διαφορετικό χρώμα.
Ρώτησα έναν άγνωστο ποιο είναι το αγαπημένο του χρώμα
έγραψα ένα ποίημα.
Ρώτησα κι ένα δεύτερο που φαινόταν κάπως πιο μπερδεμένος
έγραψα ένα ποίημα – τι βολικός πειραματισμός-.
Κατά αυτόν τον τρόπο γύριζα τους δρόμους συνεχώς,
παρατηρούσα, αν και δε μιλούσα
ήμουν μια κάμερα στην τρύπα ενός παπουτσιού χωρίς κορδόνι
ένα ορφανός μέρμηγκας στο φιμέ τζάμι ενός λεωφορείου.
Όταν επέστρεφα στο σπίτι ξεπατίκωνα κάθε βλέμμα μου
συνδύαζα προτιμήσεις με συμπεριφορές
έγραφα ποιήματα, έγραφα ποιήματα
ήμουν πολυγραφότατος, ήμουν πολυγραφότατος.
Μέχρι που ο χρόνος μου τέλειωσε,
ανάμεσα στο άφθονο μελάνι και τα κομμένα χέρια μου,
άκουσα φωνές από το παράθυρο
φώναξα τη νοσοκόμα που με περιέθαλπε,
την είδα να περιποιείται ένα γερό σκοινί
με σήκωσε και με έβαλε να αγκαλιάσω όλες τις ποιητικές μου συλλογές,
με βαλσάμωσε και σφήνωσε ένα μπαλάκι στο λαιμό μου.
Το σπίτι είναι γκρεμισμένο τώρα
μόνο κάτι περίεργοι τύποι με κοιτάνε
μέσα στη μέθη τους με βγάζουν φωτογραφίες.
Μια μέρα τους άκουσα να λένε πως κάποτε παίζαν τύποι που γράφαν ποίηση.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|