| Δίπλα στην θάλασσα σε μια καλύβα φτωχική
το άστρο μου με πέταξε
τέλη Γενάρη ή στου Φλεβάρη την αρχή
κι η μάνα μου με έταξε
αν ζήσω να μαι πάντα της θάλασσας παιδί.
Μα εσύ αγαπούσες τα βουνά την καταπράσινη τη γη
για αυτό ποτέ δεν μίσεψες, μού γραψες σου λειψα πολύ
βρέχει εκεί τα πρωινά κι αυτό το καλοκαίρι αργεί
και ύστερα με ρώτησες γιατί δεν σταματά η βροχή;
Κάποιος θα οδηγεί τ' αργά τα βήματά μας
κι απ' τη γωνιά που μένει κυβερνά τη γη
μάταιη αγωνία για να γλιτώσω τη βροχή
βαδίζω μέρες μόνος μου μα τώρα κάποιος θα με δει
για να περάσω ήσυχα ή κάπου να βρω μια σκεπή.
Κι αύριο να μπω στα βροχερά σου πρωινά
μα δεν φταίω εγώ που κάτι τώρα μας καλεί
στεριά και θάλασσα μαζί
τα βήματα που κάναμε προσθέτω πάλι κι αφαιρώ
κι αυτά που απομένουνε τα σβήνω με ένα μπλε στυλό.
Σε προσπερνώ, ξαναγυρνώ
κάπου κάπου φοβάμαι μη στη βιασύνη δε σε δω
σε περιμένω εδώ, μικρό το βήμα που έμεινε
τι μένει πίσω μην κοιτάς
δεν πρέπει να χαθεί το χαμόγελό σου
κι αν είναι το όνειρό σου κι αυτό να μη χαθεί.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|