Νύχτωνε, ξημέρωνε.
Ο φτωχός τόπος ζόριζε την συνείδησή μου.
Πότε ήμουν άρχοντας και πότε
Επαίτης κάτω από την διακονία του φεγγαριού.
Σύρομαι από μια αναποφάσιστη ώρα.
Μέσα μου βουλιάζουν κόσμοι
Και ένας ποιητικός διάκοσμος
Που φέρει το στίγμα σου ω μελαγχολία..
Διαβάζω.
Χρόνοι πάνω σε χρόνους και φωτιά
Των παθών.
Κινούνται οι λύσεις κατά μένα.
Ποιά θα διαλέξω;
Είναι τρόπος ο θάνατος, είναι χωρίς δεσμοφύλακα φυλακή.
Ποιός από μέσα μου θα δραπετεύσει;