| Στου νου μου τις βαθειές σκιές, χρωματιστά κλωνάρια,
εσάλευαν να αγγίξουνε, χρυσά μαργαριτάρια.
Αυτά λαμποκοπούσανε σαν τις πλειάδες κόρες.
Και έρχονταν και χάνονταν, μεσ΄των ματιών τις κόρες.
Τα μάτια αυτά της θάλασσας, παραξενιά της φύσης,
σε ρούφαγαν στα βάθεια τους, τ'απόφεγγο της δύσης.
Κι άρχιζε πάλι τούτη δω η νύχτα της αρμύρας,
να καταστρώνει σχέδια τ'αξίωμα της μοίρας.
Γλυκόχαρη παρθένα μου, ευλογημένο στόμα,
να είσαι πάντα γελαστή σαν το βρεμένο χώμα.
Να δίνεις όμορφους καρπούς με ευωδιές γεμάτους,
να 'χεις τη χάρη της χαράς και τους χυμούς σου αφράτους.
Να πίνουν οι έρωτες νερό στη δροσερή πηγή σου,
να παίρνουνε το βάλσαμο που βγαίνει απ' την ψυχή σου.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|