| Θ'ανασηκώσεις του ώμους με μιαν αέρινη βαρβαρότητα
κι ο καιρός θα προσπεράσει σαν θολή ματιά
την αδόκιμη ηδονή των υποβρύχιων ιδεών.
Αιχμηρός κι ασύμμετρος σ'αισθάνομαι στα σκοτεινά
με την σκληρή ανατριχίλα του έρωτα για τ'άγνωστο
μα θα συνθλίβαμε τις ακανθώδεις σάρκες
αν γι'άρωμα δεν είχες το σκοτάδι.
Θ'ανασηκώσεις τους ώμους και θα θεριέψεις κύματα
και μένει μια χωμάτινη ποίηση να μου γλυκάνει την τρομάρα:
Θα πνιγώ καταραμένη θάλασσα,
τουλάχιστο μ'ένα κομματάκι απ'την λύτρωση.
Δεν ομιλώ για σένα και για μένα.
Εκείνο το σκοτάδι που μας πλημμύρισε η αδιαφορία
κατέχουμε την τέχνη να το πλάσουμε άξιο
για έρωτα ή πόλεμο.
Το λεωφορείο σταμάτησε για να κατέβουν δύο ζευγάρια
κι η πόρτα φυλάκισε την παγωνιά που τρύπωσε στην θέση τους.
Νιώθω την κούραση των ματιών όσων παρέμειναν
κυνηγώντας στο παράθυρο τις βιαστικές διαφημίσεις
μην τύχει κι αντικρίσουν το στοιχειό στο διπλανό κάθισμα.
Υπάρχει μια χαραμάδα στον χρόνο των νοσταλγών
κι αν μία φορά κατανοηθεί η υποτονική αγωνία τους
μοιάζει να συμπάσχουν αιώνια.
Θα το'θελα να σου ιστορούσα τις εμπειρίες της επιστροφής μου
μα πνίγεται η φωνή μου απ'τον τρόμο
πως ανασηκώνοντας τους ώμους σου
θα ξαναγίνω μ'όλους ξένος.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|