| Στο πέτρινο πηγάδι του σταθμού
κουβάδες ανεβάζουν τους ανθρώπους,
στα τρένα που θυμίζουν νυχτοκόπους
κι εγώ ‘μαι στα χαλίκια του βυθού.
Κοιτάω απ’ του καπέλου μου το γείσο
και φέρνω βόλτα όλο το σταθμό,
δεν ξέρω που στο διάλο να σταθώ
και πούθε τη βαλίτσα μου ν’ αφήσω.
Φουμάρω σε ρυθμούς αναμονής
μια σκέψη που μου πέρασε πριν λίγο:
«δεν ξέρω αν θα ‘ρθώ ή αν θα φύγω»
και βγάζω απ’ τον καπνό της μηχανής.
Στο φιλιατρό της νύχτας καθισμένος,
μαράθηκε το δείλι από ώρα
και τρέχει το μαγκάνι όλο φόρα
κι ο τσίγκινος κουβάς ο σκουριασμένος.
Μια στάλα κι εγώ πάνω στο βαγόνι,
ξεκίνησε, επιτέλους, η πορεία
κι εκείνη η αρχική μου απορία
στις ράγες σα στριγκλιά να δυναμώνει.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|