|
Αν πιάσω το μολύβι και σε σκεφτώ,
έρχονται τσούρμο μορφές, σκοτεινές,
σε καταχνιά στριμωγμένες,
γυρεύοντας να πούν κι αυτές.
Πως να ξέρω, τόσα έχουν να πούν,
ξεκλειδωμένα στόματα, ανοιγμένα,
κοιτούν στον ουρανό.
Μια ανατολή κι ένας γυρισμός,
απρόσμενα ο δεύτερος.
Μια θάλασσα άλλοτε γιορτινή,
χαρούμενη, πρώτα εσύ , μόνο εσύ.
Γελάς ξεδιάντροπα, πουτάνα,
με μικρά γελάκια
κι ας σε αρμενίζουνε, βαπόρια καινούρια,
βαπόρια παλιά, ξεβαμμένα.
Μια ανατολή, σιγανά περπατημένη,
χαμηλοβλεπούσα με δάκρυα που κάηκαν
πρίν κάν ελευθερωθούν, αραδιασμένα
διπλοκλειδωμένα, κρυφά κι ανομολόγητα.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|