| "Kαι σκεφτομαι πάλι
πως
ταξίδι
είναι οι άνθρωποι
μα πιο πολύ ταξίδι
είναι το πάθος να μοιραστείς το δρόμο"
Να φεύγει μόνος του μακριά
Σαν όρισε ο κόσμος
Ταξίδια οι λέξεις έγιναν
Να τα αγροικά ο χρόνος
Κι οι λέξεις χρώματα φορούν
Ντύνουν τις χαραμάδες
Κι όπου το φως δε ζύγωσε
Ανάβουν τις λαμπάδες
Κι ύστερα φεύγουνε μακριά
Τα φώτα να αντάμωσουν
Τα σύρματα να κόψουνε
Στην πόλη να ματώσουν
Και λεν ταξίδι είναι οι άνθρωποι
Μα πιο πολύ ταξίδι
του πάθους είναι η μοιρασιά
του δρόμου το παιχνίδι
Βαρύ στολίδι σαν κρεμά
Στου άνεμου τη ράχη
Ανοίγει τα πορτόφυλλα
Και του χτυπά την πλάτη
Κι απλώνει εντός του μια ευωδιά
Τον θώρακα τρυπάει
Κι η θάλασσα με κύματα
Το στέρνο του χτυπάει.
Κι η ώρα που περίμενε
Σαν πάντα ξωμερίτης
Για ότι δεν έγινε ποτέ
Το γράφει στο κορμί της
Κι αγάπη λέει και αγαπά
Και συναντά το φως του
Με όλη τη θάλασσα που γνώρισε
Να κυματίζει εντός του
[I]
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|