| Ειναι τοσο ήσυχα που ακουω το φως της λάμπας στο γραφείο. Και τον καυστήρα,
η κάποιο είδος ανεμιστήρα. Τα τζιτζίκια.
Ακουω το σώμα μου να πονάει.
Η αυπνια φλυαρία γεννάει. Ξημερωσε; Όχι ακομα.
Σάμπως τι θα κανεις οταν ξημερώσει;
Θα αλλάξεις; Ρούχα, Προσωπο, Ψυχή; Συνήθειες μήπως; Χαρακτήρα;
Θα κατουράς σε καθετήρα,
καθηλωμένος στο κρεβάτι
με τυφλωμενο το ενα ματι
κι ακομα ίδιος θα 'σαι.
O tempore o more
πιασμένος σ'ενα amore
θα σέρνεσαι στα χρόνια
κι ολο ρωτας ποτε θα ρθουν τα χελιδόνια.
Κακως ψάχνεις. Ειναι τα ματια της συνείδησης που σε τρυπάνε.
Αλλα τρέχεις μακρια τους, φοβάσαι το χρωμα τους.
Θες απλα να περιοριστεις, σα κρατούμενος η σαν έμβρυο.
Μα ποιος ειπε πως διαφέρουν;
Θες μια κοκκινη, ζεστη, ασφυκτικη αγκαλιά.
Το καταφύγιο του πληγωμένου ζώου.
Του φοβισμένου παιδιού.
Του ανασφαλους ανθρώπου.Του πεινασμένου σπουργιτιού.
Μια σκέψη ειναι ολα
πως κάποια καριολα
θα σε νανουριζει
μα και θα κοιμιζει εκείνα τα πάθη,
που εχουμε μάθει
πριν καν γεννηθούμε
και παραδωθουμε στου πρεπει τη λύσσα, πιστοί στην αφίσα.
Η νύχτα ολα τα ξέρει. Ξημέρωσε.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|