|
Γάιος Βαλέριος Κάτουλλος
Στης γκόμενάς του επίσκεψη ο Βάρος μου με πήρε,
καθώς αργόσχολος στην αγορά γυρνούσα.
Μόλις την είδα, πουτανάκι είπα,
μα νοστιμούλα και καλή για το κρεβάτι.
Εκεί, λοιπόν, κουβέντα πιάσαμε για διάφορα
και μέσα σ’ όλα, ποια της Βιθυνίας τα νέα,
πώς είν’ τα πράγματα εκεί
και πόση οικονομήσαμε μονέδα.
Απάντησα ειλικρινά, πως τίποτα δεν έτρεχε
μήτε για πραίτορες μήτε για στρατιώτες,
πλούσια στολισμένοι να γυρίσουν,
προπάντων όσοι τον γαμιά είχαν για πραίτορά τους
που ούτε για τρίχα τους φαντάρους δε νοιαζόταν.
«Όμως», μου λεν, «κατά πως συνηθίζεται,
όλο και στο φορείο σου θα ‘ζέψες εκεί πέρα
κάμποσους ντόπιους». Τότε κι εγώ λοιπόν,
τον τυχεράκια θέλοντας να παραστήσω στην κοπέλα,
«ε, λέω, τουλάχιστον για μένα τόσο άσχημα δεν ήταν,
μόλο που είχε τα χάλια του ο τόπος,
να μην μπορέσω οχτώ να έχω άντρες ντούρους»
(άσχετο αν μήτε εδώ μήτε εκεί είχα κάποιον,
στον σβέρκο του να φορτωθεί το παλιοντίβανό μου
με το λειψό ποδαρικό).
Εκείνη τότε με ξετσιπωμένης τρόπο
«παρακαλώ σε, Κάτουλλέ μου», λέει, «για λίγο
δωσ’ τους μόνο: γουστάρω να κατέβω
στου Σεράπη» - «Στάσου»,λέω στην κοπέλα,
«αυτό που μόλις είπα, ότι δικοί μου είναι,
μου ξέφυγε: ο σύντροφός μου –
ο Κίννας δηλαδή, ο Γάιος – αυτός τους έχει.
Μα είτε δικοί του είτε δικοί μου, τι μ’ αυτό;
Τους χρησιμοποιώ κι εγώ σαν να ‘τανε δικοί μου.
Εσύ όμως είσαι σκέτη αγαθιάρα και φορτική
που δεν μπορεί κανείς να αστειευτεί μαζί σου>>.
Μετάφραση Λεωνίδας Τρομάρας.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|