Δ.ΣΚΟΥΦΟΣ 14-11-2015 @ 22:47 |
Η ομιλία του Στέλιου Ράμφου με θέμα, Εμείς και η Ευρώπη. (13 11 15).
Ολόκληρη η ομιλία του Στέλιου του Ράμφου στο δημοτικό Ωδείο Λάρισας όπου είχε προσκληθεί στις 29 10 15 από το τμήμα Erasmus του πανεπιστημίου της Θεσσαλίας να μιλήσει με θέμα, Εμείς και η Ευρώπη.
Καλησπέρα. Να πω πρώτα ότι τον τελευταίο καιρό, είχα τέσσερεις πέντε προτάσεις, τον τελευταίο μήνα για ομιλία που μου ζητούσαν όλοι, Εμείς και η Ευρώπη. Απόρησα και ανησύχησα κατά κάποιο τρόπο, κι αναρωτήθηκα γιατί δεν νοιώθουμε αρκετά βολικά; Δεν είναι απολύτως πιστικό το «Ανήκουμε στη Δύση» η το η «Ελλάδα στους Έλληνες»; Γιατί καμιά φορά το αντιπαρατιθέμενο ας πούμε σύνθημα στο «Ανήκουμε στην Ευρώπη» είναι ότι η «Ελλάδα στους Έλληνες». Είναι όπως θυμόσαστε, η ξέρετε, το σύνθημα του Ιωάννου Μεταξά μετά του Ανδρέα Παπανδρέου και τώρα άλλων. Αλλά είναι κι αυτό έτσι χαρακτηριστικό, είδαμε το καλοκαίρι στο δημοψήφισμα ένα 60% να λέει, όχι, το οποίο μετετράπη την επομένη το πρωί σε ναι, πράγματα δηλαδή που δείχνουν ακριβώς ότι υπάρχει κάτι τι αόριστο, κάτι ρευστό μέσα σ αυτή τη ιστορία, και βεβαίως το τελευταίο απ όλα, είναι και το κρισιμότερο ας πούμε, είναι το τελευταίο το βαρύτερο και το πιεστικότερο μνημόνιο το οποίο κι αυτό έγινε για να ανήκουμε στη Δύση, για να μην βγούμε απ την Ευρώπη, επομένως καλό είναι να τα συμμαζέψουμε όλα αυτά τα πράματα. Θα προσπαθήσω να βοηθήσω προς αυτή την κατεύθυνση και εννοείται ότι δεν θεωρώ θέσφατα όσα θα πω, άλλωστε θα μπορούμε να τα συζητήσουμε μετά, αλλά έχω κάνει κάποιες σκέψεις τις οποίες θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας.
Να πω πρώτα απ όλα, ότι αυτή η ιστορία, που ανήκουμε και που δεν ανήκουμε κι όλα αυτά τα πράματα, και οι καλές η κακές σχέσεις ας πούμε, έχουν ένα ιστορικό παρελθόν το οποίο πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε στο μυαλό μας. Να πούμε ότι ξέρουμε πολύ καλά απ τα παλιά-παλιά, ότι έχουμε έναν ενιαίο αρχαίο κόσμο, στον ενιαίο αυτό αρχαίο κόσμο έρχεται κάτι ακόμα πιο ενιαίο, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, έχουμε μετά ένα ρήγμα στην αυτοκρατορία αυτή με το Μεγάλο Κωνσταντίνο, όπου ένα ρήγμα το οποίο μέσα στους αιώνες παίρνει και ορισμένη μορφή, μορφή που σημαίνει μια σταδιακή ας πούμε, ένα σταδιακό έτσι ρυθμό της αυτοκρατορίας, γιατί ενώ επι Ιουστινιανού δειλά «Οι Νεαρές» η νομοθεσία της καθημερινότητος που θα λέγαμε γράφονται στα ελληνικά για να μην υπάρχουν δυσκολίες, επειδή στα δικαστήρια οι άνθρωποι που προσήρχοντο δεν ήξερα πια λατινικά, αλλά επι Ηρακλείου τον 7ο αιώνα οι νόμοι όλοι γράφονται στα ελληνικά και εξελληνίζεται η αυτοκρατορία τον 7ο αιώνα. Το 600, 610, 620. Εδώ να προσθέσουμε ότι βεβαίως δεν παραιτήθηκε από το όνομά της Αυτοκρατορία, δηλαδή δεν έπαψε ποτέ να ονομάζεται Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία πάνω απ το Βυζαντινό, είναι του 17ου 18ου αιώνος ανακάλυψη των ιστορικών για να χρωματίζουν ιδαίτερα τη ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά εξου και είμαστε ρωμιοί. Εν πάσει περιπτώσει λοιπόν είχαμε αυτό, είχαμε μια επι πλέον τον 8ο αιώνα μια μεγάλη ρήξη, γατί για πρώτη φορά στέφεται αυτοκράτωρ το 800 ο Καρλομάγνος. Το δε 812 αν δεν με απατά η μνήμη μου αναγνωρίζουν οι πρέσβεις της Κωνσταντινουπόλεως του αποδίδουν τον τίτλο βασιλεύς, άρα τον αναγνωρίζουν πια για πρώτη φορά, και επομένως έχουμε το μόρφωμα η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους, ό τίτλος βασιλεύς δεν ήταν βασιλεύς των Ρωμαίων, αλλά ήταν απλώς βασιλιάς.
Εν πάση περιπτώσει οι προστριβές αρχίζουν θέλω να πω και ήδη το 867 επι πατριαρχίας Φωτίου έχουμε ένα πρώτο σχίσμα, ένα μικρό, εκεί ήταν το filioque, τα άζυμα των ιερέων, η αγαμία του κλήρου κτλ. Και βεβαίως έχουμε μια απαλοιφή από τα πατριαρχικά δίπτυχα, δηλαδή από την επίσημη εκφώνηση ας πούμε των τιμωμένων προσώπων κατά την Θεία Λειτουργία, απαλοιφή του ονόματος του Πάπα για πρώτη φορά. Φεύγει το όνομα του Πάπα, μιλάμε πια για τον 10ο αιώνα 990 1000, εκεί. Ταυτόχρονα στην Ευρώπη έχουν αρχίσει βαθύτατες μεταρρυθμίσεις στο επίπεδο το θρησκευτικό, σε ένα μοναστήρι που έχετε δει όλοι όσοι από σας έχετε πάει στο Παρίσι όπως ανεβαίνουμε τo boulevard saint michel αριστερά μας είναι κάτι ερείπια από ένα παλιό μοναστήρι, για να πάμε στη Σορβόννη. Αυτό το μοναστήρι είχε διαδραματίσει ένα ρόλο επαναστατικής σημασίας για τα χρόνια εκείνα, διότι προώθησε όσο κανείς άλλος μεταρρυθμίσεις και αντιλήψεις που έφερναν κοντά την Καθολική Εκκλησία προς τα πράγματα της ιστορικής ζωής, προς τη άμεση ζωή κι όχι απλώς μόνο προς τα έσχατα της ιστορίας, δηλαδή τη Δευτἐρα Παρουσία, την ανάσταση, το millennium τη χιλιετία κτλ. Ήδη δηλαδή αρχίζει μια μετακίνηση στην Δύση η οποία φωτίζει το ενδιαφέρον προς τα ιστορικά πράγματα τα οποία αποκτούν σημασία, και αυτό, αυτή η έμφαση στον κόσμο μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ των δύο Πατριαρχείων ας πούμε έτσι, σε ένα τέτοιο βαθμό ώστε πια το 1054 έχουμε το οριστικό σχίσμα όπου Πάπας και Κηρουλάριος ο Πατριάρχης της εποχής εκείνης αλληλοαφορίζονται, ο καρδινάλιος εκπρόσωπος του Πάπα καταθέτει τον αφορισμό στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας, και η υπόθεση τελειώνει πια με ένα μεγαλοπρεπές σχίσμα. Αφού προηγουμένως όμως προς τα τέλη του 10ου αιώνος το 980, 990 έχουμε τον προσηλυτισμό στη ορθοδοξία, των Σλάβων, πράγμα το οποίο βεβαίως τους δίνει μια τεράστια αυτοπεποίθηση αλλά πλέον η ρήξη είναι οριστική.
Η πορεία, στα γεγονότα που ακολουθούν είναι επίσης χαρακτηριστική, γιατί στην Ανατολή έχουμε μια πεισματική αντίθεση σ οτιδήποτε έχει να κάνει με την αναγνώριση του ελλόγου στοιχείου στη πίστη, μ ένα τρόπο πολύ απορριπτικό, η ανατολή απορρίπτει τη λογική και δογματικά το 1351 όταν τελειώνουν οι ησυχαστικές έριδες. Η Δύση αρχίζει και αυτό το πράγμα και το καλλιεργεί τον 13ο αιώνα με μεγάλους σοφούς ας πούμε τον Αλβέρτο τον Μέγα, και τον Θωμά τον Ακινάτη, μεγάλους μελετητές οι οποίοι βάζουν για πρώτη φορά τον Αριστοτέλη μέσα στη Θεολογία και τα ερωτήματα τα Αριστοτελικά και αρχίζουν να ανανεώνουν τη καθολική θεολογία, σημειωτέον ότι έχουμε μεγάλο πρόβλημα και με το ίδιο το Βατικανό και γιαυτό στην αρχή υπάρχουν παρεμβάσεις στη Σορβόννη, που ήτανε το πανεπιστήμιο του καιρού εκείνου με τους θεολόγους επι κεφαλής, παρεμβάσεις και μάλιστα καταδικαστικές. Για να μην γίνονται παρεμβάσεις, για πρώτη φορά στην ιστορία καθιερώνεται το άσυλο. Το άσυλο καθιερώνεται τότε για να μην κάνουν παρεμβάσεις στις διοικήσεις του Παρισιού, στη δουλειά των Θεολόγων που δούλευαν ανανεωτικά τότε στη Σορβόννη. Από τότε αρχίζει το άσυλο και για αυτό ειδικά τον σκοπό, για να μην υπάρχουν παρεμβάσεις στην επιστημονική αναζήτηση των ανθρώπων. Εν πάσει περιπτώσει λοιπόν ακολουθεί η πολύ δύσκολη και άσχημη στιγμή ας πούμε του 1204 με τις αγριότητες των νικητών οι οποίοι όμως κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη για έναν ειδικό λόγο, προσχηματικά γιατί το 1182 είχε γίνει ένα μεγάλο πογκρόμ στην Κωνσταντινούπολη και σκότωσαν έκλεψαν τις περιουσίες των Λατίνων και σκότωσαν πολλούς Λατίνους, τότε η Βενετία ζήτησε αποζημίωση, η Κωνσταντινούπολη είπε ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος, και τους το φύλαξαν, όταν ήρθε η ώρα μπήκαν στη Κωνσταντινούπολη και τα έκαναν γης μαδιάμ. Αλλά ήτανε του 1182 η ανταπόδοση.
Εν πάσει περιπτώσει όσο περνάει ο χρόνος τόσο αυτή η εντός εισαγωγικών γεωγραφική διαφοροποίηση γίνεται σαφής, και αυτή η γεωγραφική διαφοροποίηση γίνεται ένα σαφές διαφορετικό υπόστρωμα. Τόσο σαφές ώστε τον 14ο 15ο αιώνα οι Βυζαντινοί να λένε ότι καλλίτερα φακιόλι τουρκικό παρά τιάρα παπική, και γιαυτό τον λόγο και δεν κατελήφθη η Κωνσταντινούπολη, παρεδόθη στους Τούρκους, ήταν επιλογή ιστορική, να ‘ρθουν οι Τούρκοι κι όχι οι παπικοί την ώρα εκείνη της μεγάλης παρακμής. Όχι ότι υπεγράφη, υπήρχε ένα κλίμα που ευνοούσε ακριβώς αυτό το στοιχείο, και όπερ και εγένετο. Το αποτέλεσμα ποιο είναι; Ότι ο μεγάλος και πανάρχαιος διαχωρισμός μεταξύ Ανατολής και Δύσεως άλλη μια φορά εμπεδώθηκε και επανήλθε, και ποιο είναι το στοιχείο που μπορούμε να πούμε καταστατικά μας επιτρέπει να χαρακτηρίσουμε με έναν ορισμένο τρόπο που επιτρέπει τη διαφοροποίηση, την Ανατολή από τη Δύση; Το γεγονός ότι η Ανατολή είναι ο τόπος όπου έχει το έρισμά της η ομάδα και η απολυταρχία, ενώ η Δύση ήτανε ο τόπος εκείνος που αναπτύχθηκε σιγά-σιγά η ατομικότης και μαζί μ αυτή το κράτος. Δηλαδή ο τόπος όπου υπάρχει κράτος δικαίου, που υπάρχουν θεσμοί, που υπάρχουν κανόνες απέναντι στους οποίους οι άνθρωποι, λογοδοτούν, υπακούουν, τους παραβαίνουν και υπάρχουν συνέπειες, κι όλα αυτά τα πράγματα. Αυτά τα χαρακτηριστικά τα οποία διατηρούνται έκτοτε ποικιλομόρφως και στον τόπο μας, και στις χώρες πιο βόρεια στους Ρώσους, στους Σέρβους κτλ. κι αντιστοίχως στην Δύση, αυτά τα χαρακτηριστικά ως άξονας, παραμένουν μέχρι τώρα και αυτό μας επιτρέπει να καταλάβουμε ότι στις χώρες αυτές του τύπου, η απολυταρχία η το διαλυμένο κράτος είναι κανόνας, ενώ στις πόλεις ας πούμε τις δυτικές έχουμε το μεγάλο δυτικό επίτευγμα που λέγεται κράτος, γιατί το κράτος με την έννοια του θεσμικού παράγοντα, εγγυητή της κοινωνικής συνοχής, δηλαδή το κράτος ως πολιτική εγγύηση της κοινωνικής συνοχής, είναι γέννημα και θρέμμα της Δύσεως. Το κράτος αλλού δεν υπήρξε, μόνο ως απολυταρχικό σύστημα. Στο Βυζάντιο ας πούμε μέχρι τον τελευταίο αιώνα ο βασιλεύς ήταν έμψυχος νόμος, ήταν ο ίδιος νόμος. Υπήρχαν όλοι οι νόμοι αλλά αυτοί οι νόμοι έπρεπε να γίνουν αποδεκτοί από τον ίδιο κάθε φορά, η να ερμηνευθούν από τον ίδιο κάθε φορά κατά το δοκούν. Ενώ ήδη από το 1215 με τη Magna Charta δεν μπορούσε ο Βασιλιάς στη Βρετανία να αποφασίζει αν δεν αποφάσιζαν οι Βαρόνοι, για πρώτη φορά έχουμε συστήματα αντιπροσωπεύσεως τα οποία σιγά-σιγά οργανώθηκαν ας πούμε θεσμικά, και πήραν τις διαστάσεις που έπρεπε αν πάρουν. Εκεί είναι και οι μεγάλες αδυναμίες των ανατολικογενών ας πούμε κοινωνιών που έχουν σχέση με το κράτος, και θα πούμε ακριβώς γιατί δεν έχουν καλή σχέση με το κράτος, δηλαδή με τη συνύπαρξη ελευθέρων πολιτών και ελευθεριών μέσω του αυτοπεριορισμού.
Γιατί τα κοινωνικά συμβόλαια, το κράτος του Λεβιάθαν, όλα αυτά τα πράγματα ήταν μια συνύπαρξη πολλών υπό – νόμων, υπό των νόμων, μέσα στον αυτοπεριορισμό, δηλαδή είχαμε ένα άτομο αυτόνομο σχετικώς εν σχέση με το κράτος, η στην Ανατολή ένα άτομο απορροφημένο απολύτως και παραδομένο στην κοινωνική εξουσία. Όπου υπήρχε αυτό η συνέχεια αυτής της παραδόσεως ως πνεύμα είναι μία συνέχεια, την οποία ξέρουμε πάρα πολύ καλά εμείς σήμερα και που έχει να κάνει με μία παθογένεια των κρατών. Η Ρωσία δεν μπόρεσε παρά να κάνει την σημερινή απολυταρχική Ρωσία, πήγε να κάνει ο Γέλτσιν δήθεν δημοκρατία διελύθει το σύμπαν, δεν έμεινε τίποτα, οι ολιγάρχες τα διέλυσαν όλα, ήρθε ο Πούτιν και με την ιδιότυπη απολυταρχία του, ξεκαθάρισε τα πράγματα κανονίζοντας τους δημοσιογράφους, φυλακίζοντας ολιγάρχες, κανονίζοντας τα πράγματα, αλλάζοντας και ερμηνεύοντας κατά το δοκούν το σύνταγμα. Δεν είναι λοιπόν θέλω να πω τυχαίο ότι το κεντρικό μας πρόβλημα είναι το κράτος, είναι δηλαδή η αδυναμία υπάρξεως δημοσίου χώρου με κανόνες οι οποίοι ισχύουν έναντι πάντων, τους οποίους οι άνθρωποι καλούνται να σεβαστούν και που όταν τους παραβούν, βεβαίως θα αντιμετωπιστούνε και θα τιμωρηθούν. Αυτή η βαθειά συνύπαρξη του κράτους, της κυβερνήσεως, του δημοσίου χώρου, εκφράζεται με έναν τρόπο ιδεώδη κάθε φορά που έχουμε μια καινούργια κυβέρνηση, από την ανάγκη διορισμού γενικού γραμματέως υπουργείου. Ο διορισμός γενικού γραμματέως στα υπουργεία, είναι η άμεση επέμβαση της κυβερνήσεως επι του κράτους, και η αδυναμία υπάρξεως αυτονόμου δημοσίου.
Αυτοί οι γενικοί γραμματείς και άλλοι δέκα χιλιάδες άνθρωποι, όποτε αλλάζει η κυβέρνηση καταλαμβάνουν τις θέσεις του ελεγκτικού μηχανισμού. Στις Ευρωπαϊκές χώρες το Δημόσιο είναι Δημόσιο, δεν παν να κάνουν ότι θέλουν οι κυβερνήσεις, το δημόσιο έχει την αυτονομία του, την ανεξαρτησία του και υπ αυτή την έννοια έχει έναν διαφορετικό χαρακτήρα και μια λειτουργικότητα, μπορεί να προσφέρει υπηρεσίες ανεξαρτήτως συναλλαγής, ανεξαρτήτως πελατειακών σχέσεων. Αντιθέτως στις χώρες αυτού του τύπου που ξεκινάνε από την Κύπρο και μπορούν να φθάσουν μέχρι το Βλαδιβοστόκ, μέσω Βαλκανίων κτλ. έχουμε ακριβώς το αντίθετο, το κράτος καταλαμβάνεται από τα κόμματα και τα κόμματα, τύπος κυβέρνησης δηλαδή, αναπτύσσουν μια πολιτική πελατειακών σχέσεων προκειμένου να διαιωνίζουν η να διατηρούν την εξουσία τους για μεγάλο χρονικό διάστημα εις βάρος του δημοσίου χώρου. Για αυτό δεν έχουμε κράτος, και για αυτό το λόγο επειδή το κράτος είναι τόπος ας πούμε διορισμών η ήτανε, για αυτό επιζητούσαμε και την κρίση, η κρίση σημαίνει μια αμετροέπεια εις τους διορισμούς και μια προστασία του κρατικού παράγοντα σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί να υπάρξει δημόσιος χώρος. Άρα τα πάντα εξηρτώντο από τις σχέσεις και τις διαπλοκές μεταξύ πολιτών και πολιτικών, με αποτέλεσμα βεβαίως την πλήρη κατάρρευση αυτήν που ζούμε σήμερα. Εξ ου και τα θέματα δεν είναι τα δάνεια και όλα αυτά τα πράματα, το θέμα είναι μία νοοτροπία και μία παράδοση βαθιά, η οποία δεν μας αφήνει περιθώριο να καταλάβουμε την διάκριση δημοσίου χώρου και κυβέρνησης. Αυτό φαίνεται σε δύο παραδείγματα πολύ χαρακτηριστικά.
Όταν ο Καποδίστριας, το μεγαλύτερο λαχείο που έτυχε να ρθει στη Ελλάδα, ζήτησε να μπούνε φόροι, τον εξετέλεσαν, γιατί οι φόροι σήμαιναν ότι έπρεπε να πληρώσω για το σχολείο κάποιου τον οποίο δεν γνωρίζω, και ο οποίος είναι στη Άμφισσα, και που λέει ο Μαυρομιχάλης εγώ δεν έχω κανέναν λόγο να πληρώσω για αυτόν, εγώ να πληρώσω για τους συγγενείς μου και για τους συντοπίτες μου.
Η έννοια δηλαδή της αφηρημένης ενώσεως των πολλών υπό-νόμων, υπό των νόμων, ήταν αδιανόητη. Το μέγιστο λαχείο λοιπόν, έφυγε από τη μέση, ήτανε η πολύ σημαντική στιγμή εκείνη. Κι ένα δεύτερο χαρακτηριστικό.
Στα σπίτια μας, στου καθενός μας, τα σπίτια είναι πεντακάθαρα, οι δρόμοι είναι βρώμικοι, δεν θέλουμε τον δημόσιο χώρο, δεν τον καταλαβαίνουμε και για αυτό οι πόλεις μας είναι σαν κοτέτσια. Ενώ αντιθέτως όταν ο Hansen και οι πρώτοι ας πούμε αρχιτέκτονες που ήρθανε με τον Όθωνα άρχισαν να φτιάχνουν τις πόλεις, είτε είναι η Σύρος, είτε είναι η Αθήνα, φτιάχναν κομψοτεχνήματα, μετά όμως ήρθε το βαθύ ένστικτο του κοτετσιού και έφτιαξε τις πόλεις που ‘χουμε κάνει, όταν κατεβαίνει κανείς με το αεροπλάνο στην Αθήνα νομίζει ότι βλέπει σκουπιδοτενεκέ.
Δεν υπάρχει πόλις, δεν υπάρχει πράσινο, δεν υπάρχει τίποτε από αυτά τα οποία θυμίζουν δημόσιο χώρο. Και επι πλέον υπάρχει ένα ιστορικό πάρα πολύ σημαντικό, μετά τον 6ο αιώνα σεισμοί λοιμοί και καταποντισμοί τεραστίας εκτάσεως συνέβησαν στην Ανατολική αυτοκρατορία, και έτσι εκτός από την Κωνσταντινούπολη κατέρρευσαν όλες οι πόλεις. Η Πόλη έχασε τον μισό της πληθυσμό από αρρώστιες, μετά, ήτανε 500.000 κι έμειναν 250.000. Οι πόλεις άρχισαν να ξαναχτίζονται τον 9ο αιώνα, Ιουστινιανός. Αλλά πια δεν υπήρχε δημόσια αντίληψη του χώρου, και για αυτό το λόγο φτιάχναν στη κορυφή του βουνού το φρούριο, και μετά από κάτω άναρχα οι κατοικίες, γιαυτό δεν έχουμε την αίσθηση του δημοσίου χώρου ποτέ, ούτε τον σεβόμαστε, ενώ αντιθέτως όταν στη Βενετία τα πράγματα πήρανε δρόμο, δημιουργήθηκαν τα σπίτια των δόγηδων, τα δικαστήρια, η ρυμοτομία είχε αυτόν τον χαρακτήρα, εμείς δεν έχουμε δημόσιο χώρο. Υπ αυτή τη έννοια δομικά, ψυχικά, στο επίπεδο των νοοτροπιών, είναι κάτι το οποίο δεν μας πηγαίνει. Το αποτέλεσμα είναι ότι όταν ήρθε η ώρα της Αναγεννήσεως τον 15ο αιώνα, η Αναγέννηση δεν μπορούσε να γίνει ποτέ στην Ανατολή.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα χωρίς αναγέννηση, δηλαδή με αναξιοποίητο τον λόγο, με αναξιοποίητη τη λογική, με αναξιοποίητη την σχέση με τα πράγματα, και με αξιοποιήσιμη μόνο τι σχέση με τα έσχατα, εξ ου και ο τεράστιος συναισθηματισμός μας, θα ήμασταν λογικότεροι χωρίς να χάνουμε συναίσθημα αν μπορούσαμε να ασχοληθούμε και με την ταπεινή πραγματικότητα. Αυτό βγήκε από την ιστορία και βγήκε εντυπωσιακά στο θέμα του κράτους.
Για αυτό τον λόγο εάν σκεφτούμε να αρχίσει μια αναγέννηση στη σύγχρονη Ελλάδα, η αναγέννηση αυτή θα έγκειται στη ανεξαρτησία του δημοσίου από την κυβέρνηση και τα κόμματα, αν το αντέξουνε οι νοοτροπίες μας αυτό.
Έναν φίλο μου τον πιάσαν οι αστυνομικοί γιατί έτρεχε γρήγορα, πλήρωσε κανονικά αδιαμαρτύρητα και πήρε στο τηλέφωνο έναν φίλο του και του το είπε και ο φίλος του λέει θα το κανονίσω εγώ, μα δεν σου ζήτησα εγώ να κανονίσεις τίποτα του απαντά ο φίλος μου, α λέει θα το φτιάξω εγώ αμέσως το πράγμα. Δηλαδή βλέπει, αμέσως ο άλλος, προσφέρει φιλική εξυπηρέτηση με παράβαση κανόνα. Και είναι ο ίδιος άνθρωπος του θεσμού, δεν είναι άνθρωπος τυχαίος εξωθεσμικός, αυτό συνέβη σήμερα. Λοιπόν τι είναι το κράτος; Γιατί αξίζει τον κόπο να το καταλάβετε. Κάνω όλες αυτές τις περιπλοκάδες γιατί ενδιαφέρει να κατανοήσουμε το δικό μας το κράτος. Τι είναι το κράτος; Πρέπει να ξέρουμε ότι το κράτος γεννιέται το 1300, είναι γέννημα του 1300. Δηλαδή μεταξύ 1000 και 1300 έχουμε τη ανάδυση όπως λένε οι ιστορικοί του κράτους και την ολοκλήρωση του σχήματος, το 1600 -1700 είναι συγκεκριμένο μόρφωμα, δηλαδή το κράτος.
Δεν είναι οποιαδήποτε εξουσία το κράτος, είναι ειδικός τύπος οργανώσεως, στα πλαίσια του οποίου αντιπροσωπεύονται οι πολίτες και η πολιτική τους συνοχή, εξασφαλίζεται ακριβώς από ένα σύστημα θεσμών, από ένα σύστημα νόμων.
Το κράτος λοιπόν αναδύεται εκείνη την περίοδο. Τι ξεπερνάει το κράτος;
Ξεπερνάει μια προηγουμένου τύπου χαρακτήρος κοινωνική συγκρότηση, όπου είχε βάση τις σχέσεις του αίματος δηλαδή την οικογένεια, τις σχέσεις εντοποιότητος, δηλαδή το χωριό την περιφέρεια, τη θρησκεία, τις συντεχνίες, τα σινάφια.
Είχαμε δηλαδή τέτοιου τύπου ομαδικότητα η οποία βασιζότανε σε στενούς δεσμούς είτε αίματος, είτε συντροφικότητος, και η οποία απέκλειε κάθε σχέση με το άγνωστο, δεν μπορούσε δεν χωρούσε αυτό το στοιχείο του αγνώστου.
Το οποίο σημαίνει, τι σημαίνει; Oτι η διεκδίκηση αυτού του τύπου των κοινωνιών, ήταν μια διεκδίκηση επιβιώσεως, και όχι ενεργοποιήσεως των δημιουργικών δυνάμεων ας πούμε της ομάδος.
Το κράτος και γιαυτό η Δύση πήρε πάνω κεφάλι και διαφοροποιήθηκε απ όλον τον υπόλοιπο κόσμο, επειδή είναι συμβίωση ελευθέρων, των ανθρώπων, γιαυτό το λόγο ελευθερώνει δυνάμεις.
Η οικογένεια, η μικρή κοινότητα, η χωρική κοινότης κτλ, βασίζονται στην επανάληψη ηθών εθίμων, και επιβεβαίωση δεδομένων νοοτροπιών.
Δεν απελευθερώνονται δυνάμεις, η δε τάξη επιβάλλεται από μία απολυταρχική εξουσία η οποία είναι όποια να ‘ναι, ο νόμος είναι ο αφέντης ας πούμε.
Υπ αυτή την έννοια λοιπόν το κράτος, το οποίο παίρνει αποφάσεις, και του οποίου οι αποφάσεις μπορούν να χωρέσουν, να ενσωματώσουν, κι άλλες περιοχές.
Η αρχαία πόλις δεν μπορούσε να ενσωματώσει άλλους, για αυτό σκοτωνόντουσαν συνέχεια οι Θηβαίοι, οι Σπαρτιάτες, και οι Αθηναίοι. Ούτε η αρχαία αυτοκρατορία μπορούσε να το κάνει, παρά μόνο με όρους κυριαρχικής επιβολής, Μακεδόνες, Ρωμαίοι κτλ. Το κράτος το σημερινό, το Νεώτερο κράτος επειδή ακριβώς είναι ανοιχτό στη χωρητικότητα, είναι ανοιχτό στο Νέο, και ως ανοιχτό στο Νέο κάνει δημιουργική χρήση των ανθρωπίνων πόρων, των ανθρωπίνων δυνατοτήτων.
Είναι μια καινούργια πραγματικότητα και για αυτό, μόνο καθυστερημένοι λαοί υπάρχουν χωρίς κράτος, η δεινοπαθούντες λαοί θα ‘χουνε ένα κράτος προβληματικό.
Είναι πολύ σημαντικό να δούμε τον τύπο του κράτους και τον τύπο της κοινωνίας σήμερα, και να κοιτάμε και να συγκρίνουμε μ αυτά που συμβαίνουνε στον τόπο μας, στο κράτος μας, και από αυτά τα οποία εμείς κάθε φορά διεκδικούσαμε κάτι τι, το κάτι τι μας.
Επομένως λοιπόν αυτή η μονιμότητα των θεσμών που διαμορφώνει την συνοχή του όλου, πέρα από το αίμα, την γνωριμία κτλ, επιτρέπει ακριβώς να έχουμε ένα κράτος, ένα μόρφωμα, όπου δεν είναι η συνύπαρξή μας προϊόν γνωριμίας, αλλά προϊόν ανάληψης τρόπου ζωής, ο οποίος διαφοροποιείται ριζικά από τον τρόπο ζωής του δάσους. Η πόλη όπως την ανακάλυψαν οι αρχαίοι Έλληνες είναι τρόπος ειρηνικής συνυπάρξεως εκτός του δάσους, διότι στο δάσος μόνο αλληλοσφαγή υπάρχει, το χειρότερο ζώο ας πούμε το δυνατότερο, τρώει το πιο αδύναμο. Άρα λοιπόν το πρόβλημα είναι η μετάβαση.
Πως περάσαμε από τις οικογένειες και τους τόπους της εντοποιότητος λένε οι χρονογράφοι. Περάσαμε γιατί σίγα-σίγα με τον χρόνο, με τους χρόνους δηλαδή, κατάφεραν αυτοί που συνέλαβαν αυτή την ιστορία να δώσουν, να βρουν το ψυχολογικό θεμέλιο αυτής της μετακινήσεως. Το ψυχολογικό θεμέλιο αυτής της μετακινήσεως είχε να κάνει ακριβώς με την μεταφορά στο κράτος, με την μεταφορά ας πούμε στη θεσμική ύπαρξη του κράτους, των ηθικών δεσμών που υπήρχαν στην οικογένεια και στην εντοπιότητα. Πως; Με την υψηλή παροχή ασφαλείας και εννόμου τάξεως που το κάνουν. Τι μας δένει με την οικογένεια και με το χωριό κτλ; Μας δένει μια γνωριμία η οποία επιτρέπει ηθικούς δεσμούς, και δεσμούς εμπιστοσύνης.
Τι είναι εκείνο το καινούργιο που φέρνει το κράτος; Oτι αυτούς τους ηθικούς δεσμούς αγάπης και εμπιστοσύνης, τους περνάνε σε μια έννομη τάξη, στην αρχή από κράτος γίνεται πατρίδα, πατριωτισμός, και μετά, εθνικισμός. Τον εθνικισμό τον βλέπουμε όλοι, το είδαμε και προχθές, υπάρχουνε βαθμοί συγκινήσεως υψηλοί, τέτοιοι που θα μπορούσαν να θυμίζουν εσωτερικές σχέσεις οικογενείας. Αυτή η μεταφορά ηθικών δεσμών ήτανε εκείνη η οποία στερέωσε ψυχολογικά το κράτος, και το οποίο με τη μορφή του έθνους στερεώθηκε ακόμη περισσότερο επι το θετικότερο αλλά και επι το αρνητικότερο, γιατί με έναν ξέφρενο εθνικισμό ξέρουμε τι προβλήματα μπορεί να υπάρξουν. Να πούμε λοιπόν εδώ ότι στη διάπλαση του κράτους έπαιζε μεγάλο ρόλο αυτή η συνοχή, την οποία ετεκμηρίωνε και εθεμελίωνε τελικά μια μη αναγνωρισμένη αντιπροσωπευτικότης.
Από τον 2ο και 3ο αιώνα η αντιπροσωπευτικότης στα δυτικά κράτη των οποίων θεμελιωτές ήταν οι Γάλλοι και οι Βρετανοί. Οι Γερμανοί φτιάξανε κράτος τον 17ο αιώνα με 18ο. Γιατί είχαν πάρα πολλά μικρά κρατίδια κομητείες κτλ, που σφάζονταν μεταξύ τους. Οι Γάλλοι και οι Βρετανοί ανακάλυψαν πρώτοι το κράτος, και το ανακάλυψαν με όρους αντιπροσωπευτικότητος που λέμε, με όρους συνδυασμού οικονομίας και δικαίου. Με όρους που στα δικαστήρια ήδη από τον 2ο τον 3ο αιώνα είχαν ενόρκους, ενώ υπήρχε απόλυτη αυθαιρεσία απ οπουδήποτε αλλού, οι άρχοντες αποφασίσουν ότι να ‘ναι και όπως τους αρέσει. Χωρίς αίσθημα δικαίου δε υπάρχει κράτος, σκεφθείτε ένα κράτος όπου οι κυβερνήσεις συνεχώς φτιάχνουν νόμους τους οποίους παραβιάζουν, εν ετι 2015 η 2010 η δεν ξέρω τι.
Τι διαφορά έχουν οι 7 αιώνες εμπειρίας τους οποίους εμποδίζουν βαθύτατες νοοτροπίες, στις οποίες το αίμα δεν έχει καταφέρει, και η συγκίνηση να μεταφερθεί στο επίπεδο εκείνο, στο οποίο θα μετονομαστεί θα γίνει αισθητό ως σε ανώτερο επίπεδο, ηθικοί δεσμοί απέναντι σε αγνώστους, και πολύ φυσικότερα μετά στο σύγχρονο κράτος, πάμε σε ιδανικές πραγματικότητες τις οποίες ακόμη δεν μπορούμε να φανταστούμε, θα δούμε τι ακριβώς θα γίνει.
Εν πάσει περιπτώσει λοιπόν στην περίπτωση του Ανατολικού κράτους στο οποίο οι νοοτροπίες μας δίνουνε το προβάδισμα, διότι η συγγένεια θα σου κάνει το χατίρι, ο υπουργός ο οποίος είναι δικός σου, συγγενής σου, συντοπίτης σου κτλ. Αυτομάτως λοιπόν διαμορφώνουν ένα έλλειμμα, κάτι ατροφικό στο κράτος, το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό.
Από τη στιγμή που δεν υπάρχει νόμος και ευθύνη απέναντι του νόμου, από τη στιγμή αυτή κυριαρχεί η γνωριμία και η ζεστασιά των ανθρώπων μεταξύ τους, επικρατεί ως κανόνας θεμέλιο στη ζωή ενός κράτους το συναίσθημα, και η ευνοϊκή η αρνητική διάθεση. Ο λόγος για τον οποίο στην Ελλάδα είμαστε ακραία συναισθηματικοί και πολύ συμπαθητικά συναισθηματικοί, οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έχουμε ανάληψη ευθύνης, με την έννοια πια του αντικειμενικού κανόνα.
Το συναίσθημα ενώ είναι πλούτος ανθρώπου, εάν παραμείνει μόνο του και ακανόνιστο, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αποδοχή κανόνος. Έτσι στο όνομα της απόλυτης γλυκύτητος των συναναστροφών μας, διαλύουμε την κοινωνική μας ύπαρξη μεθοδικά. Υπάρχει λοιπόν ένα τέτοιο στοιχείο το οποίο ακριβώς αυτό είναι πίσω από τις εκάστοτε κρίσεις που περνάμε. Γιατί μη ξεχνάμε έχουμε κρίσεις τουλάχιστον 5 φορές στην νεώτερη ιστορία μας και δεν ξέρουμε πόσες φορές ακόμη θα έχουμε. Αυτό όμως, όταν δηλαδή το συναίσθημα κυριαρχεί δεν έχουμε πια την δυνατότητα να εσωτερικεύσουμε κανόνες συναινέσεων και συνυπάρξεως.
Μπροστά στον δικό μου δεν υπάρχει περίπτωση να έχει το προβάδισμα ένα πρέπει, το πρέπει είναι μόνο του συγγενούς μας, το πρέπει είναι μόνο του δικού μου ανθρώπου. Δεν μπορώ να εσωτερικεύσω, να πω α αυτός είναι ο κανόνας, είσαι αδερφός μου αλλά δεν έχει σημασία, ο κανόνας είναι κανόνας. Εξ ου και αυτό δημιουργεί συνθήκες τρομακτικής παθητικότητος, τα παιδιά μένουν σπίτι μέχρι τα 35 τα παιδιά στην Ευρώπη στα 18 φεύγουν, οι μεν ανοίγουνε φτερά οι άλλοι τρώνε από τη σύνταξη του παππού. Και βλέπουμε τώρα στις τηλεοράσεις να λένε τι θα γίνει τι θα δώσω τώρα στα παιδιά μου, που θα παίρνω τετρακόσια ευρώ. Τι θα δώσω στα εγγόνια μου, χώρια οι ανεργίες κι όλα αυτά τα πράγματα.
Άρα όταν δεν εσωτερικεύονται οι κανόνες συναινέσεως ζούμε σε μόνιμο διχασμό.
Ο μόνος τρόπος να καταλαβαίνουμε είναι να σφαζόμαστε είτε αυτό λέγεται Πασόκ είτε Νέα Δημοκρατία είτε λέγεται Σύριζα είτε λέγεται Αριστεροί είτε οτιδήποτε. Μόνο όταν εσωτερικεύονται οι κανόνες της ευθύνης μπορούμε να καταλάβουμε τη λογική της συμφωνίας. Μα τίποτε από όλα αυτά που μας καταπιέζουν δεν είναι άλογο όλα είναι απολύτως λογική, όλα απολύτως, δεν μπορούμε όμως γιατί δεν έχουμε εσωτερικεύσει αυτό το πράγμα, μόνο το συναίσθημα είναι διαιρετικό, γιατί το συναίσθημα με θέλει σ αυτό που μ αρέσει, κι σ αυτό που δεν μ αρέσει, όχι σ αυτό το οποίο μπορώ να συμφωνήσω.
Επομένως έχουμε μια δομή νοοτροπίας πια εξαιρετικά κρίσιμη η οποία ακριβώς αυτή η δομή της νοοτροπίας, δεν μας επιτρέπει να συμφωνούμε. Για αυτό καμιά φορά όταν συμβαίνει όπως πρόσφατα ψηφίσανε τα μνημόνια ο Μειμαράκης και οι άλλοι, ήταν σπουδαίο πράγμα, μετά γυρίσαν όλα γιατί δεν μπορούσε να συνεχιστεί περισσότερες από λίγες μέρες αυτή η ιστορία. Αλλά έχει σημασία αυτό, έχει σημασία γιατί πια οι ίδιες οι πεποιθήσεις, οι ίδιες οι ανάγκες, δεν μας επιτρέπουν να πάμε στη συναίνεση που σημαίνει, ν’ αρχίσουμε απ τις αδυναμίες μας. Συναινώ όταν δεν ξεκινώ απ το δίκιο μου αλλά ξεκινώ από την αδυναμία μου, τότε μπορώ να μπω στη θέση του άλλου γιατί κάθε συμφωνία είναι ότι λιγάκι μπαίνω και στη θέση του άλλου. Δεν μπορεί να συμβεί λοιπόν αυτό, δεν μπορώ να συναινέσω όταν δεν αρχίζω από την αδυναμία μου.
Και όταν πια ζω καθαρά με τέτοιους όρους αδυναμίας συναινέσεως, αλληλοσπαραγμού, και όλα αυτά τα πράγματα, βεβαίως παθαίνω ζημιές στην ιστορική μου ζωή, οι οποίες με τη σειρά τους έχουν ένα έλλειμμα, το έλλειμμα αυτοπεποιθήσεως.
Όλη αυτή η εθνική μεγαλαρχία, όλες αυτές οι συνωμοσιολογίες, όλα αυτά τα που ξέρουμε, οφείλονται στο γεγονός ότι έχουμε τρομακτικό έλλειμμα αυτοπεποιθήσεως, θυμίζουν καταθλιπτικά άτομα που είναι πνιγμένα στις ιδεοληψίες τους, και δεν μπορούν να βρουν άκρη με την πραγματικότητα.
Αν είναι εδώ πέρα ένας ψυχολόγος θα μπορέσει να το εξηγήσει καλλίτερα από μένα, διαβάζοντας μια συμπεριφορά ενός λαού που έχει ταυτόχρονα μεγαλομανία και μανία καταδιώξεως. Από τη μια οι πάντες υποψιάζονται και προσπαθούν να μας εξοντώσουν διότι είμαστε…και από την άλλη είμαστε τόσο σπουδαίοι, ώστε όταν εμείς κάναμε αυτό οι άλλοι τρώγανε βαλανίδια.
Επομένως σημασία έχει εδώ πέρα ότι η καταφυγή σε μεγάλες ιδέες, η, η καταφυγή σε συνωμοσιολογίες προκειμένου να μη σκεφθούμε εμείς τις αδυναμίες μας, δημιουργεί την ανάγκη τη συνθήκη μιας καταθλίψεως με μέτρο της αναπληρώσεως συνεχούς, μιας αναπληρώσεως συνεχούς η οποία έρχεται κάθε φορά, η αναπλήρωση, με μεγάλες ιδέες, από την άκρη της ιστορίας. Όχι μόνο η μεγάλη ιδέα, 1944 – 1922 που το ξέρουμε πολύ καλά, αλλά είναι ότι μας μιλάει το μεγαλειώδες, το τεράστιο παραμύθι εις βάρος του καθημερινού. Όλο το πρόβλημα μας είναι ότι έχουμε εγκαταλείψει την καθημερινότητα, και τρέχουμε για τελικές λύσεις των πάντων.
Αυτό όμως είναι και η ψυχολογία του καταθλιπτικού ανθρώπου, αυτό είναι η κατάθλιψη. Ξέρουμε πολύ καλά ότι στην ανθρώπινη ιστορία μπορεί να έχουμε ψυχολογικά φαινόμενα και σε λαούς.
Επι παραδείγματι οι Γερμανοί επι Χίτλερ είχανε πάθει ένα πατατράκ ψυχολογικό τρομακτικό, το οποίο τους οδήγησε σ αυτήν την φοβερή καταστροφή. Τον Χίτλερ όμως τον ψήφισε το 99%, δεν ήταν ότι μόνος του έκανε ότι έκανε. Άρα κατάφερε να συνεπάρει να μαγέψει το φαντασιακό ενός λαού, που προσπαθούσε πάση θυσία να βρει μια λύση για την τρομακτική ήττα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, και την επαναφορά ας πούμε μιας καταστάσεως που δεν θα ήτανε η συνθήκη των Βερσαλλιών.
Εάν λοιπόν στον Ελληνικό καρπαζοεισπρακτορισμό των δύο τελευταίων αιώνων το σκεφτούμε καλλίτερα, βρούμε πιο είναι το μόνιμο πρόβλημα και πια είναι μια βαθιά ανάγκη αποφυγής της πραγματικότητος, και επομένως οιουδήποτε στοιχείου το οποίο μας ζητάει να έρθουμε σε επαφή με την πραγματικότητα, είτε είναι λογικό στοιχείο είτε είναι η καθημερινότητα με πολύ ταπεινές απαιτήσεις, και μόνο να σκεφθεί κανείς ότι τον Ιανουάριο βγαίναμε και ξαφνικά μπαίνουμε με 90 δις στο κεφάλι στα καλά καθούμενα απ τη μια μέρα στην άλλη, καταλαβαίνει, τι πρόβλημα φαντασιώσεων μπορεί να υπάρχει προκειμένου να απωθηθεί το πραγματικό. Δεν αναφέρομαι σε ειδικές πολιτικές καταστάσεις αναφέρομαι στην ανάγκη για παραμύθι.
Η ανάγκη για παραμύθι έρχεται από τη στιγμή που δεν τολμάμε να μας σκεφθούμε, να δούμε ποιές είναι οι αδυναμίες μας, γιατί δεν τα βρίσκουμε.
Τι τρομερά προβλήματα είναι αυτά που δεν μπορούμε να τα βρούμε;
Kαι που εδώ τώρα θα δούμε και άλλα προβλήματα που έρχονται. Τώρα έρχεται το προσφυγικό. Προσφυγικό σημαίνει τουλάχιστον 500.000 πρόσφυγες στην Ελλάδα το μήνα.
Χωρίς εθνική πολιτική με ορίζοντα 15ετία δεν γίνεται τίποτα. Επείγει αυτό το πράγμα, πρέπει να δοκιμαστεί αυτή η ιστορία τώρα που τα πράγματα είναι δύσκολα πια. Επομένως όλα αυτά τα οποία συζητούμε οδηγούν σε μία ασφυξία για να αποφευχθεί απλώς η πραγματικότητα, και για να αντικατασταθεί αυτή η πραγματικότης αποκτά ιδεολογικά έτσι συστήματα, όπου οι ιδεολογίες αντικαθιστούν την αντίληψη και την συνείδηση.
Βλέπουμε λοιπόν ότι αυτό το κρίσιμο στοιχείο το οποίο κορυφώνεται στη σχέση μας με το κράτος, και που βεβαίως το βρίσκουμε πολύ καθαρά σ αυτή την παθολογία που σας περιέγραψα πριν, την πλήρη κυριαρχία του δημοσίου της κυβερνήσεως, αυτό είναι τρομακτική ανωμαλία.
Αυτό το πράγμα επιβάλλει μια διαφορετική πλέον τοποθέτηση, και αυτό είναι το στοιχείο του οποίου ο τελικός παρανομαστής και το τελικό συμπέρασμα είναι, πάση θυσία στη Ευρώπη, για να γυρίσουμε στον τίτλο, μετά από όλη αυτή τη φλυαρία.
Το εμείς και η Ευρώπη, έχει μια σημασία εδώ, ότι αν βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή σε μια σχέση ιδιαίτερη αλλά μέσα στη Ευρώπη, πρέπει να κρατηθεί οπωσδήποτε αυτό, διότι ακριβώς μόνο με αυτό τον τρόπο τα μεγάλα ελλείμματα θα κρατηθούν, και μια δυνατότητα ανακαινίσεως μπορεί να έρθει από τη μειοψηφία αυτού που είπαμε πριν, μια μετάπλαση του κράτους, και ανάληψη πια του κράτους του πραγματικού του ρόλου, να είναι ο πολιτικός εγγυητής της κοινωνικής συνοχής.
Βεβαίως τα συμπαρομαρτούντα είναι πολλά, οι νοοτροπίες πια αλλάζουν, η κουλτούρα μας σε κάποιο βαθμό δεν μπορεί να βοηθήσει. Γιατί ο ανατολίτης δεν μπορεί σ αυτά τα πράγματα;
Γιατί ο ανατολίτης δεν εσωτερικεύει, ο ανατολίτης ανταλλάσσει συναισθήματα δεν έχει εσωτερική ζωή τέτοια, ώστε να μπορεί τον κανόνα να τον κάνει δικό του, και να αφορά τρίτους και αλλωνών.
Αυτή η εσωτερίκευση λοιπόν είναι εκείνη η οποία λείπει ως στοιχείο από την κουλτούρας μας, και αυτό είναι εκείνο το οποίο χρειάζεται για αν πάρει μπροστά κάτι τι, το οποίο ούτε μπορεί να αποκλειστεί, ούτε μπορεί κανείς να πει ότι βρισκόμαστε πλέον μπροστά σε μια μοιραία και αναπόφευκτη καταστροφή.
Δεν είναι αυτό το σκεπτικό μου, πιστεύω ότι με την κατανόηση των πραγμάτων και με τη παραμονή μας, αλλά και την κατανόηση της παραμονής μας, σε ένα ιστορικό χώρο ο οποίος πέτυχε αυτά τα στοιχεία ακριβώς, κι αυτά του δίνουν τη δύναμή του, μπορούμε όχι μόνο να σταθούμε στα πόδια μας αλλά να ξαναβρούμε τα καλλίτερα κομμάτια του εαυτού μας τα οποία πάνε χαμένα, γιατί ξέρουμε πολύ καλά ότι όταν ένας ρωμιός πάει έξω πετάει, γιατί πάει έξω;
Γιατί μπαίνει σε κανόνες τους οποίους εσωτερικεύει και γίνεται μια χαρά πολίτης, επιστήμονας, επαγγελματίας. Τι έχει γίνει αυτό εδώ το οποίο η κουλτούρα του το αποκλείει εκεί, το περιβάλλον του δίνει τη δυνατότητα να εσωτερικεύσει κανόνες, και σύμφωνα με αυτούς να πορευτεί. Εδώ βλέπουμε ότι και μεγάλες προσπάθειες που έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση παράδειγμα ο Καλλικράτης, ο Καλλικράτης ήτανε μια προσπάθεια να περάσουμε από την παλιά χωρική κοινότητα, σε μία κοινότητα η οποία οδηγεί, σε σχέση με το κράτος. Υπονομεύθηκε, να διαλυθεί όσο τίποτα, η μπορεί και να σχεδιάστηκε στραβά πολλές φορές, γιατί το σκεπτικό μπορεί να μην ήταν απολύτως καθαρό.
Βλέπουμε στο οικογενειακό δίκαιο, τον νόμο του 82 και του Παπανδρέου, ήτανε μεγάλης εμβελείας ανανεωτικής, εκεί τα πράγματα μείνανε μόνο στην ευχαρίστηση της αποποινικοποιήσεως της μοιχείας, από εκεί και πέρα δεν προχώρησε η ιστορία περισσότερο, για να καταλάβουμε. Βλέπουμε λοιπόν ότι πια ο δρόμος ως μία ανάταξη περνάει από τη αντίσταση στο κομματικό κράτος.
Από την αντίσταση σε μια απόλυτη σύγχυση κυβερνήσεως και δημοσίου, και επομένως μέσα από αυτή τη σύγχυση κυβερνήσεως και δημοσίου χάνεται η διάσταση του χώρου, η οποία μπορεί να μας φέρει σε επαφή με τη ιστορική πραγματικότητα.
Υπ αυτή την έννοια και υπ αυτό το πρίσμα λοιπόν λέω κι εγώ ότι στο, Εμείς και η Ευρώπη, πρέπει ακριβώς να απαντήσουμε πάση θυσία, Ευρώπη, αλλά για αυτούς ακριβώς τους λόγους που προσπάθησα να σας αναπτύξω. Ευχαριστώ πολύ.
| |