|
Ερχόμαστε από τα γαλανά νερά
και εκεί ενωνόμαστε την ώρα της ανταμοιβής.
Είμαστε φωτιά και αέρας σαν τα στοιχεία των οριζόντων.
Στα μάτια της θεϊκής υπόστασης ενώσαμε τα χέρια μας
και τα βάψαμε σε αιώνιους βράχους με την κόχυλη πορφύρα.
Όταν ο Προμηθέας ανέμενε την τιμωρία, εκεί σταθήκαμε στο
πλάι των προγόνων.
Δεν χωρίσανε οι ματιές μας, μα τα ματόκλαδα μας
σαν τα ιερά τα δέντρα της αβύσσου μεγάλωσαν και στάθηκαν
σιμά του.
Και το πρωί τρυγήσαμε τα ελαιοκάρπια.
Σαν το λάδι τρέχαμε στα πράσινα λιβάδια παίρνοντας
τις πρώτες στάλες του Φθινοπώρου.
Γίναμε δεξαμενές του χρόνου ενώνοντας τα βήματα μας
με την βροχή.
Δυνάμωσαν τα φτερουγίσματα μας και χωρέσαμε στο άπειρο
σαν τους πρώτους εραστές του Καλοκαιριού.
Χαρήκαμε, ονειρευτήκαμε, πονέσαμε.
Είμαστε οι γιοί του Θεού.
Στον αφρό κοιτάξαμε τα πρώτα μας βήματα
και σαν βγήκε ο ήλιος χάσαμε τα απομεινάρια τους.
Τρέξαμε σε ακρογιαλιές και στου κόσμου την
ακτογραμμή αφήσαμε την αθωότητα μας.
Πρώτα ο Θεός,
σαν προσευχή και σαν ορμήνια.
Στην τάβλα, στο πρώτο τραπέζι του ουρανού,
με τα στάφυλα και τους περίανθους.
Ανθίσαμε σαν την ροδιά στην μέση του Καλοκαιριού
και οι καρποί μας σαν τις κηλίδες του αίματος, που θυσιάζοντας
τους τους αφήσαμε στα βράχια.
Πήραν τότε το ερυθρό χώμα του πάθους μας,
που δροσιζόταν σε πηγές στην μέση της αβύσσου.
Τόσο αλλοπαρμένοι και ευδιάκριτοι,
εκεί που τραγουδούσαμε τον έρωτα μας χαοτικά και μονότονα.
Στον δεύτερο τόνο ανανήψαμε τα βήματα μας
και βρήκαμε τον ρυθμό μας στα τύμπανα της νύχτας,
χορέψαμε, δώσαμε στα κύματα την λύσσα μας, τον
ιερό δεσμό με το λυκόφως.
Σαν τους ακροβάτες στα νήματα που ενώνουν τα άστρα,
μαριονέτες στα χέρια του σύμπαντος
που ορίζει την μοίρα μας.
Αυτή η μοίρα, η γραμμένη με το μελάνι της φωτιάς,
που χώθηκε στα σωθικά μας, όταν η Κλωθώ ανάσανε
στον πρώτο γύρο της ζωής.
Στον δεύτερο δεν σταθήκαμε στα αστέρια,
μα βαδίζοντας γερά πάνω στα πόδια μας, στεριώσαμε
τα όνειρα μας.
Στον τρίτο κρατήσαμε την λαμπάδα της ανάστασης
και φωτίσαμε πάνω από τα σύγνεφα.
Γινήκαμε ο ήλιος και ανθίσαμε πάνω
από τους καταρράκτες.
Βαλσαμώσαμε τα νερά και γινήκαμε το επίνειο
της ύπαρξης μας.
Στον τέταρτο κουρσέψαμε τα ηφαίστεια
και έγινε η λάβα το προσκεφάλι μας την ώρα της
αποκομιδής.
Μαζέψαμε τα στέφυλα και τα παραδώσαμε στον τρυγητή.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|