| Στην γωνία ηθών
και άκαρπης νιότης,
στην λεωφόρο πειρασμών
-θαμμένων σε πρόζα-
και στο «στενό δεκαπέντε»
-του κινέζικου δράκου-
σε περίμενα,
μεταμεσονύχτια.
Ζωσμένος εγκατάλειψη,
διάβαζα,
υπό το φως του νου:
«Το μανιφέστο της όρκας»,
«Τρεις μέρες χωρίς απόγνωση»
και «Άπαντα ενός Aγράμματου»,
όπου, όλως τυχαίως, έλειπε,
η τελευταία σελίδα.
Δεν έχει τίτλο,
αυτή η περιπέτεια.
Δεν έχει τέλος κι αρχή.
Υψώνω την ματιά,
προς τα σύννεφα.
Υψώνω προς τα έσω,
την ψυχή.
Δεν έχω ανάγκη.
Έχει να μου μιλήσει...
τριάντα χρόνια...
Η τελευταία της ματιά,
στοιχειώνει το μέλλον.
Αν ήξερα περισσότερα,
θα μ’ έβρισκαν,
δίπλα της
-έστω και μόνο.
Αυτό δεν είναι ποίημα.
Είναι το μεθύσι,
ενός που χάθηκε,
πίσω από φώτα,
πίσω από γιορτές.
Είναι ο λυγμός,
ενός που βρέθηκε,
από τον εαυτό του.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|