| Ήταν μεγάλη η ευχή κι είχε τον τρόπο να τρυπά
το στήθος του αλήτη, μείνε εκεί σα γιατρειά
έχω στο χέρι ένα κλαδί, στο νου τα ύψη
αγριελιά π’ αντρίεψε σα σκέψη και σα θλίψη
κόντρα στη χαρά που ξεσηκώνει σιωπηλούς
αν θα παντρέψεις τ’ όνειρο με εφιάλτη
τον ξαναζήσαμε μαζί, μ’ άρπαξε αγκαλιά, από την πλάτη
για να πετάμε πιο ψηλά, σε άλλα πλάτη
και μπήκα μέσα στην ευχή να με ρουφά εκείνη
γύρνα στην πρώτη σου αρχή, σου μοιάζει εκείνη
ψυχή μου γύρνα στην αρχή.
Άφησες τ’ όνειρο μισό και μες στη λήθη
κι αν τώρα εκεί θα περπατάς είσαι δική μου στο χα πει
ψυχή μου δες με από μακριά
το δες εσύ το δα κι εγώ πες μου τι μας ορίζει
κι αν ζω εκεί που αγαπάς τι μας χωρίζει.
Αν δεν νικούσαμε θυμούς απόψε θα μασταν μακριά
σε θρήνους και σε ρέματα
κι αν δεν πιστεύαμε κι οι δυό σ’ αυτό που είχε λείψει
έτσι νικήσαμε μαζί σε μάχες δίχως αίματα
τις σκέψεις και τα ψέματα
και των καιρών τη θλίψη.
Μα πως μπορεί να σε έχασα;
Μα πώς μπορεί να ξέχασα κι αυτή του ανέμου τη φωνή
και την δικιά μας τη στιγμή πώς γίνεται να έθαψα;
Με εφιάλτες δειλών ψυχή μου θα χες ζήσει
στο δρόμο που σε συναντώ συνάντησα κι εκείνη
κι έχεις το ίδιο πρόσωπο κι αυτή την ίδια όψη
κι αν με νικάς σαν έρωτας κι αν με πονάς σαν θλίψη.
Θεοδώρα Μονεμβασίτη
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|