| Πριν –
Πριν λίγο απόθεσα,
ψυχή τέ καί σώματι,
στον Βωμό.
Γύρω –
Γύρω ο κόσμος,
φορώντας κουκούλες
και κρατώντας δάδες
έφερνε κι άλλους.
Πιο –
πιο πριν κι άλλους.
Τους είχα δει,
πώς φλέγονταν
στον Βωμό.
Περίμενα –
Περίμενα την ώρα μου,
με θλίψη
για το αταίριαστο τέλος.
Γιατί –
Γιατί γνώριζα την ανουσιότητα
αλλά παρασύρθηκα,
όπως και όλοι,
απ’ τον καιρό και τις φωνές.
Καθώς –
Καθώς έφτανα σκεφτόμουν:
‘’γιατί τόσο μίσος,
γιατί η αλλαγή
να είναι ίδια;’’
Μα –
Μα δεν έδωσα απάντηση.
Καιγόμουν ήδη.
Κι εκεί –
Κι εκεί είδα κι άλλους
που συνέχιζαν
να φωνάζουν
ενώ φλέγονταν.
Κι άλλους –
Κι άλλους που γέλαγαν,
ήταν οι νικητές
της ήττας.
Ήταν –
Ήταν οι άπληστοι
Δήμιοι των ονείρων,
γεννήματά μας,
βγαλτοί απ’ το νέφος.
Φορούσαν –
Φορούσαν κοστούμια,
φορούσαν τον μόχθο
του ‘’εγώ’’ τους.
Και –
Και διέταζαν
κάτι άλλους,
όμοιους με πιόνια
φτιαχτούς με μίσος
και όπλα.
Και –
Και άκουσα
κάποιον να λέει:
‘’Ανόητοι’’
Τότε –
Τότε κατάλαβα
την Ανουσιότητα,
αν και αργά,
της αλλαγής
κατά στερεοτύπως μαθημένης βάσεως.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|