| Ταξιδεύοντας, ψημένος, μ αυτούς στο κονβόι
με ενα βάν, ξεθωριασμένο.
Κάτι σα χίπις, χωρίς να τους ξέρω
είχανε κόκκινες χάντρες, φλοκάτες παλιές.
Είχαν κι ένα παλιό κομπολόι
έναν σκύλο βρώμικο πολύ λερωμένο.
Μιά παράξενη λαίδη γυρνούσε μαζί τους
με κείνο το βλέμμα το πικραμένο.
Δίπλα σε μια καθαρή ρεματιά
μου έδωσε νάναι καλά
το πρώτο μου μπρέκφαστ
λέγοντας μου δειλά πως είναι απ το Μπέλφαστ.
Γέλασα γιατί ήμουν μικρούλης
μα σαν Έλληνας και πονηρούλης
είδα το στήθος της ήταν μεγάλο
και μπρέκφαστ αμέσως ζήτησα κι άλλο.
Πονηρή Ιρλανδή αλλά τότε
δεν ήξερα τα μάτια να τα διαβάζω.
Παρακάλια μόνο και δώσε
μετά μου τα μάθανε πως να αρπάζω.
Παράξενη λαίδη μιά αναλαμπή
μετά από ώρες δεν την θυμόμουν
κάτι μουρμούρισε σαν προσευχή
θυμήθηκα ότι στη λάσπη μαζί της κυλιόμουν.
Παράξενη λαίδη όλο μιλάει
στα μάτια μου βλέπει και με ρωτάει
ξέρεις απο που έρχεσαι και που
στ αλήθεια πηγαίνεις ?
Έρχεσαι απ τη χώρα του όλου
εκεί που οι γυναίκες δεν κλαίνε
εκεί που έχουν κρατήσει
αιώνες την σοφία του κόσμου.
Αν ακούς αστραπές αν ακούς κεραυνούς
αν τα φύλλα τα βλέπεις να πέφτουν
πές τους να φύγουν πες να κρυφτούν
θα είναι μόνο για αυτούς που αντέχουν
για αυτούς που τολμούν.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|