|
| Αννα-χειμωνεσ Μεταξενιοι-νυχτια Μεταξινη | | | 08.11΄11΄΄ 11/12/2015
Κοιτάζω στούς ὁρίζοντες, τούς μπλέ γαλάζιους Ἄννα,
π’ ἀναμειγνύουν χρώματα, σ’ Οὐράνιες παλέτες
κι εἶναι αὐτή ἡ φύση τους, καλλιτεχνίας μάνα
κι οἱ κόσμοι μέσα, γύρω τους, αἰώνιοι ὀφειλέτες
καί βλέπω κεῖ κι ἐσένανε, μαζί νά ζωγραφίζεις
καί θάλασσες κι ὀνείρατα, παιδιά καί παραμύθια
καί τίς σκιές τοῦ κόσμου μας, μέ φῶς νά χρωματίζεις
καί γελαστή πολύχρωμη, νά πλάθεις μιάν ἀλήθεια
καί εἶναι κάθε πίνακας, μελωδικό ταξεῖδι,
σά νά λικνίζει Βόσπορος, Ἰόνιο καί Αἰγαῖο
καί σάν χρυσό στό δάχτυλο, τοῦ Ἥλιου δαχτυλίδι,
μ’ ἕνα φεγγά(ι) ὁλόγιομο, πετράδι του ὡραῖο
κι ἔχω θαρρεῖς μιάν αἴσθηση, πώς οἱ μπογιές χορεύουν
πάνω στά καβαλέτα σου καί μές τίς ζωγραφιές σου
καί γίνονται νεράιδες, γαλάζιες καί μαγεύουν,
πολύχρωμες πεθύμιες σου κι ἑλπίδες σου κι εὐχές σου.
20.26΄31΄΄12/12/2015
Μι(ά) ἀνάσα μου μέ πάλευε, γιά λίγο ὀξυγόνο,
γαλάζιο μπλέ τοῦ πέλαγους, πασπαλισμένο ἥλιο
καί τ’ Ἅγ(ιου) ἦταν Σπυρίδωνα, πού μιά στιγμή μου μόνο,
γεμίσανε τά μάτια μου, μέ θάλασσες κι εἰδύλλιο,
σάν σ’ εἶδα σάν σέ ὄνειρο, μέ χάρη νά χορεύεις,
ξυπόλητη στά κύματα καί πάνω στόν ἀφρό τους,
καί σάν Μαγιοῦ νεράιδα, τό φῶς νά σαγηνεύεις,
Δεκέμβρη μῆνα λιόλουστη, στῆς μέθης τόν χορό τους.
Καί ρώταγα τόν ἄνεμο, τά νέα σου νά φέρει,
ὅτι ὀμίχλη τύλιγε, τήν αὔρα σου καί ζάλη
καί κεῖνος μ’ ἀποκρίνονταν, πώς μές τό Καλοκαῖρι,
ταξείδευες καί ἔψαχνες, πώς νά γυρίσεις πάλι.
Καί μύρωνε τά χνάρια σου, μελώδισμα κι ἀέρας,
-μελιά γαλάζια βλέμματα καί λάμψεις πεφταστέρια-
κι ἕνα φιλί μέ ἔρωτα, στό τέλος τῆς ἡμέρας
κι ὅσες ἀνάσες μπόραγαν, νά κρατηθοῦν στά χέρια.
Καί ἦταν Σαββατόβραδο κι οἱ σκέψεις μου σαρκώναν,
τούς ὥμους σου τά χείλη σου, τά μάτια τά βαθειά σου
κι αὐτά τά χτυποκάρδια σου, πελάγη π’ αὐλακώναν
κι οἱ αὐλακιές τους λίκνιζαν, ὀνείρατα μαβιά σου,
βιολέτες καί καμέλιες σου καί μώβ περικοκλάδες
καί τίς τροχιές τῶν ἄστρων σου, στίς μπλέ σου μελωδίες,
πού μέθαγαν τούς ἔρωτες, στίς λιόλουστες Ἑλλάδες
κι ἀφῆναν ἀνεπαίσθητες, ὀνείρων εὐωδίες.
Καί σάν πρωί ξημέρωνε, μετά τήν λειτουργία,
στοῦ Ἅη Γιαννιοῦ τό ξώκκλησο, γινόσουν γλαροπούλι
καί φώλευες τά πέλαγα, σάν σέ ἱερουργία,
μυσταγωγία πού ‘φτανε, ὡς μέσα στό μεδοῦλι
καί ἦταν Κυριακάτικη, ἡ βόλτα στίς πεθύμιες,
πού Ἥλιους μᾶς ζωγράφιζαν, παλλόμενους νερένιους
καί καίγαν οἱ ἀκτῖνες τους, στό φῶς τους τίς ἀσχήμιες
καί κάναν τούς Χειμῶνες μας, Χειμῶνες μεταξένιους.
21.17΄40΄΄15/12/2015
Νυχτιά βαθειά μετάξινη, μέ ξαστεριᾶς χλωμάδα,
γεμάτη μπλέ ἀρώματα καί ἀστεριῶν σπινθῆρες,
μελιά γαλάζια ὄνειρα, σάν διάφανη Ἑλλάδα
κι ἑνός ἀργοῦ ζεϊμπέκικου, τίς μεθυσμένες γῦρες,
τῶν θαλασσῶν στά πάλκα σου καί ἀμμουδιές μονάχες,
μές σέ Δεκέμβρη μέσιασμα καί πορφυρά ξενύχτια,
σάν τήν δική σου θύμηση, πού μέ κρατᾶ σάν νἄχες,
τυλίξει κάθε εἶναι μου, στῆς αὔρας σου τά δίχτυα.
Κι ὅπως ἀργά λικνίζεται, τό λίγο φῶς τῶν ἄστρων,
στό σκοτεινό τό πέλαγος, κάτ(ω) ἀπ’ τά πέλματά σου
καί τά γυμνά τά πόδια σου, πού μοιάζουν μ’ ἀλαβάστρων,
λευκά σάν ἀγαλμάτινων καί στά ὑγρά λυτά σου,
μαλλιά πάνω στούς ὤμους σου, φεγγάρια περασμένα,
χορεύουν στίς ἀνάμνησες καί πιά δεν ξεχωρίζω
ἄν εἶσαι σύ ἡ Μούσα μου, ἤ νύχτας χαρισμένα,
στήν θύμησή σου ὄνειρα, τίς νύχτες πού γυρίζω,
σ’ ἄδεια παράλια ξέμπαρκα, στίς θάλασσες τοῦ κόσμου
καί σ’ ἔρημα ἐξώκκλησα καί ψάχνω τήν μορφή σου,
αὐτή πού ἡ εἰκόνα της, ἄυλο φῶς ἐντός μου,
μ’ ἀγγίζει ψιθυρίζοντας: στόν ἔρωτά μ(ου) ἀφήσου…..
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
| | |
|
ΚΑΝΕΛΛΑ_ΓΙΩΤΑ 16-12-2015 @ 18:03 | ::theos.:: ::theos.:: ::theos.:: | | oneiropola 16-12-2015 @ 18:08 | ::theos.:: ::theos.:: ::theos.:: | | ΑΜΑΡΥΛΙΣ 16-12-2015 @ 21:05 | Φιλε Γιαννη δεν εχω λογια, εγραψες ενα αριστουργημα, ενα επος, μια ζωγραφια το καλυτερο ποημα που διαβασα σημερα, τα συγχαρητηρια μου το κρατω με χαρα στ` αγαπημενα μουκαι παλι μπραβο.Γεωργια ::love.:: ::love.:: ::love.:: | | malkon64 17-12-2015 @ 09:48 | Υπέροχο - Εξαιρετικό ......!!!!!!!! ::theos.:: ::theos.:: ::theos.:: | | pennastregata 17-12-2015 @ 10:36 | Εξαιρετική έμμετρη και ομοιοκατάληκτη αφήγηση! ::yes.:: ::yes.:: ::yes.:: | | Αναπάντεχος 17-12-2015 @ 10:37 | Νυχτιά βαθειά μετάξινη, μέ ξαστεριᾶς χλωμάδα,
γεμάτη μπλέ ἀρώματα καί ἀστεριῶν σπινθῆρες,
μελιά γαλάζια ὄνειρα, σάν διάφανη Ἑλλάδα
κι ἑνός ἀργοῦ ζεϊμπέκικου, τίς μεθυσμένες γῦρες,
ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ΟΤΙ ΟΛΟ ΕΙΝΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ::up.:: ::up.:: ::up.:: | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|