| Μόλις λίγες χούφτες χρόνια πριν. Περί το 1910. Σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, πάσχιζαν να χαμογελάσουν στον φακό, να μην προδώσουν την χαμένη τους παιδικότητα. Σε εμάς, στην Αγγλία, στην Αμέρικα. Παντού, εκεί που το κέρδος σημαίνει πολιτισμός και πρόοδος. Στις μαύρες σπηλιές του Θανάτου.
Μήνας Αύγουστος, απομεσήμερο, ένιωθες το κορμί άθελά του να ρουφάει τις ηλιαχτίδες του ήλιου και να καίγονται τα σωθικά.
Μα το παιδικό βλέμμα του Ράσμους και του Λέοναρντ, κάπου στην Πενσυλβάνια, ξεχασμένο, θύμιζε ακόμα Φθινόπωρο, μοναχικό Σεπτέμβρη, συννεφιασμένο απόγιομα, βαθιά μελαγχολικό και θλιμμένο, εγκαταλελειμμένο μέσα σε ένα ορυχείο, αναζητούσε λίγο φως για να γαντζωθεί, να το καβαληκέψει σαν άσπρο άλογο και να λευτερωθεί.
Τα μάτια τους, ολοστρόγγυλα, δυσανάλογα μεγάλα συγκρινόμενα με τα μικροσκοπικά κορμιά τους, πετούσαν σπίθες σαν μικρές αστραπές που χάριζαν αχτίδες φωτός στο κυρίαρχο σκοτάδι, μα βιαστικά έσβηναν, παραμένοντας αρματωμένες με οργή και απόγνωση, πάντα έτοιμες να το πολεμήσουν.
Που και που, έβλεπες τα δάκρυά τους να ταξιδεύουν, από το λιμάνι των ματιών τους προς στο χώμα, σχηματίζοντας μικρά ρυάκια στο γυμνό, βρώμικο και χωματιασμένο πρόσωπό τους, σαν να ήθελαν να το κατευνάσουν και να μαλακώσουν την αγριότητά του. Τα δυο αρχέγονα και ζωοφόρα στοιχεία αναμειγνύονταν σε ένα, τη Δημιουργό λάσπη, την οποία ποδοπατούσαν, χωρίς δισταγμό, οι μαύρες μπότες των ανθρακωρύχων αντρών, αφήνοντας βίαια τα αποτυπώματά τους πάνω σε αυτήν.
Ντυμένα στη στολή του ανθρακωρύχου με τις ξεσκισμένες τιράντες τους, μια σπιθαμή μπόι, λερωμένα και σκονισμένα από την κορυφή ως τα νύχια, νόμιζες πως μόλις γύρισαν από κάποιο ανέμελο παιχνίδι τους στην αλάνα, με μουντζουρωμένα τα μικρά και κοντά τους δάχτυλα από τον άνθρακα.
Άνθρακας που μέρα με τη μέρα, τρύπωνε στα κρυφά μέσα στο δέρμα τους, τσιμπώντας το σαν μικρή ανεπαίσθητη βελόνα, μπάρκαρε στο καράβι που με ρότα τις φλέβες και πυξίδα τον νεανικό χτύπο της καρδιάς τους, έφτανε σε αυτήν, μαυρίζοντάς την, δένοντάς την με χειροπέδες στο σκοτάδι και την άβυσσο του ορυχείου, φυλακισμένη, σαν να έριχνε άγκυρα σε αυτήν για πάντα.
Στο κεφάλι, φορεμένο το σπαρματσέτο, την πρώτη φορά νόμισαν πως στέφονται Αυτοκράτορες σε μια φαντασμαγορική τελετή, πως τους φορέθηκε ένα από τα 19 δίκοχα καπέλα του Ναπολέοντα και πως θα κατακτούσαν τον κόσμο μας. Μα στο χέρι δεν φορούσαν το θαραλλέο και απαστράπτον σπαθί του, μα το βαρύ εργαλείο στο ένα, και το άλλο έμενε γυμνό, να καθαρίζει τα χώματα και να τα ψαχουλεύει, μέχρι να βασιλεύσει από μέσα του, σαν άλλος ήλιος, ο άνθρακας.
Χώμα κακοτράχαλο, πετρώδες, αλύγιστο και πεισματάρικο βιαζόταν να σου επιτεθεί από τα τειχώματα και να σε πνίξει στην σκόνη. Έπεφτε πάνω τους, τρύπωνε μέσα από τα ρούχα τους, ακολουθούσαν τα χαλίκια και οι πέτρες. Τα ξύλινα δοκάρια, σαπισμένα και φαγωμένα από τα διαρκώς πεινασμένα σκουλήκια, έτριζαν, τρυπώντας τα τρυφερά αυτιά τους, σαν προμάντεμα επιθανάτιου ρόγχου. Έτριζαν, και οι παιδικές τους ψυχές ανατρίχιαζαν, σαν να άνοιγε η πύλη της Κολάσεως τις θύρες της έτοιμη να τις υποδεχτεί. Το ξύλο των δοκαριών στο ορυχείο, έμοιαζε στα μάτια τους να κρύβει την ίδια ελπίδα που κρύβει το Τίμιο ξύλο στα μάτια ενός Χριστιανού. Πόσο παράξενο Θεέ μου, παιδικές ψυχές να ζητάνε την λύτρωσή σου από το Φόβο του Θανάτου τόσο νωρίς!
Βαθιές ανάσες, πρώτη φορά η αναπνοή έμοιαζε τόσο ανέφικτη και επίπονη, σαν ποτάμι γεμάτο στροφές η εισπνοή, που το νερό του ταλαιπωρείται, θολώνει και καταλήγει με πυγμή στη θάλασσα σαν εκκωφαντικός καταρράκτης, η εκπνοή, απελευθερωμένη, κατακλύζει τον χώρο.
Βαθιά ανάσα, βαθιά και άλλη ανάσα, και άλλη, ζαλιζόσουν με τόση προσπάθεια. Ο αέρας βγήκε έξω, να συναντήσει τον ήλιο, έκαναν καλή παρέα οι δυο τους και σας άφηναν στην μοναξιά. Κόπιαζαν να ρουφήξουν μέσα στα ρουθούνια τους τις τελευταίες σπιθαμές οξυγόνου, ταξίδευε ο αέρας από τα τειχώματα του ορυχείου κατευθείαν στα μικρά πνευμόνια τους, που φούσκωναν σαν κόκκινα μπαλόνια, έτοιμα να πετάξουν στον ουρανό από ευτυχία.
Αναθυμιάσεις, αδιάκοπες και ασφυκτικές αναθυμιάσεις, κάπως έτσι θα πρέπει να μοιάζει η αποπνικτική μυρωδιά του Θανάτου που πλησιάζει καβαλάρης να θερίσει τις ψυχές των θνητών. Σου δηλητηρίαζαν τα σωθικά, κοκκίνιζαν τα μάτια, χλώμιαζες και έφτυνες χάμω, ξεροβήχοντας. Καημένα παιδιά, τα καναρίνια έλειψαν και πρέπει εσείς να κελαηδήσετε τα πένθιμα τραγούδια τους απόψε, πρέπει εσείς να ανεβείτε στις καπνοδόχους με το κουρελιασμένο πανί να τις καθαρίσετε, γρήγορα πριν μεγαλώσει το σώμα σας! Βιαστείτε!
Πόσο κοστίζει μια παιδική ψυχή, μπροστά σε ένα καρότσι βουτηγμένο στον άνθρακα, που βγαίνει έξω από το ορυχείο, πάνω στις ράγες, περήφανο λάφυρο της νίκης του ανθρώπου επί της Φύσεως;
Κελαηδήστε καημένα μου παιδιά, σαν άλλα καναρίνια, κελαηδήστε πως η Ανθρωπότητα παραμένει στο σκοτάδι και την Άβυσσο, εγκλωβισμένη επίμονα κάτω από το χώμα του ορυχείου τους, σκεπασμένη από τη σκόνη, φωλιασμένη μέσα στις παιδικές σας ψυχές, ψάχνει αγόγγυστα μια σπιθαμή Φωτός, να ξετρυπώσει, να πετάξει ψηλά και να κατακτήσει τον Κόσμο!
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|