|
| Τερτσίνες |  | | Από τα ποιήματα του μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη που σαν σήμερα γεννήθηκε στη λεβεντογέννα Κρήτη | | Δάντης, στίχοι 1-45
Τραχιές ψυχές, που νιώθετε από αγάπη
και ρόδο, ανθάτε τη φωτιά στα φρένα,
τον αρχηγό αγναντέψτε μες τη ράπη
τη λιοφρυμένη να περνάει σκυμμένα,
με τη ζεστή χινοπωριάτα στάλα,
κι οκνός, χλωμός να μπαίνει στη Ραβέννα.
Περνούσαν τ’ αρχοντόπουλα καβάλα
με το σγουρό γεράκι απά στο γρόθο▪
διαλάλουν οι καμπάνες στα μεγάλα
καμπαναριά της προσευκής τον πόθο▪
κι αυτός, πικρό δαφνόφυλλο στα χείλη
δαγκώντας, μίλαε στην ψυχή του: “Νιώθω
τούτο, ψυχή, τ’ ολόστερνό σου δείλι!'
Δυο ρούσα χερουβίμ, δεξιά-ζερβά του
το ναι και τ’ όχι, στάθηκαν σαν σκύλοι
βουβοί, του κυνηγάτορα θανάτου.
Τα σπλάχνα του ανοικτήκανε σαν τάφοι
κι ασκώθηκε φωνή βραχνή βαθιά του:
Να μην πεθάνω, Θε μου, πρι στο θειάφι
να ρίξω τους οχτρούς μου και στην πίσσα▪
τα γράφει ο νους, Θεός δεν τα ξεγράφει!
Αχτι, κατάρα, γδίκηση και λύσσα
σακούλα κάμπιες η καρδιά κουνούσε
και σαν οχιά η λιγνή ψυχή του εφύσα.
Ένα τον ένα εχτρό του σφεντονούσε
μες τους εννιά του νου κατραμοχύτες
κι όλο το μαύρο σπλάχνο του αλυχτούσε-
κιοτήδες, ψεύτες, κάλπηδες, κοπρίτες
τσιγκούνοι, κτηνοβάτες και ρουφιάνοι
και γαύροι καλογέροι αρσενοκοίτες!
Σκυφτός, βουβός, στο λαύρο φλογομάνι
τους γύρναε, τους σιγόψηνε ως καβούρια,
τ’ αρθούνια αχνίζαν λιμαρά, ντουμάνι
και κόλαση έκλωθε, να βρει καινούρια.
Πολλά φτενή, δροσάτη η χιλιοπήχω
του εφάνη η πίσσα που χοχλάκαε κι ούρια,
κι ακούμπησε φρουμάζοντας στον τοίχο,
ψακογελάει, σηκώνει το καμάκι
και τους βουτά, ανακέφαλα, στο στίχο.
Το μίσος, κιτρινόμαυρο γεράκι,
αρχάγελλος της αρετής προστάτης,
γαντζώθη ορθό, σταλάζοντας φαρμάκι,
στις φρένες τ’ αρχηγού μας, κι οδηγά τις.
Οσο ο Θεός βαστάει, βαστάει το μίσος,
στην πόρτα της Παράδεισος, περάτης. […][B]
|
 |  |  |  |  |  | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | Σχόλια: 10 Στα αγαπημένα: 0
| |  | | | |  |
| Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση. | | |
|
daponte 18-02-2016 @ 13:32 | Είπαν για τον Καζαντζάκη:
"Δεν υπάρχει άλλος Νεοέλληνας συγγραφέας που να έχει τόσο πολύ υβρισθεί, προπηλακισθεί, διαβληθεί, συκοφαντηθεί, για διάφορα ζητήματα, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης. Ουδένα αυτός ο άνθρωπος έβλαψε. Και, όμως, κατά περιόδους όλοι απάνω του επέπεσαν. Γύρω από τον Καζαντζάκη πλέκτηκε μια τερατώδης μυθολογία, για ό,τι έκανε και για ό,τι δεν έκανε, για ό,τι έπρεπε να κάνει και δεν το έκανε και ούτω καθ' εξής. Σαν να τον είχαν βάλει κάτω από μικροσκόπιο. Και έβλεπαν ό,τι ήθελαν να βλέπουν και έλεγαν ό,τι ήθελαν να πουν."
"Για την ακέραιη παρουσία του καταπολεμήθηκε και από την Πολιτεία και από την Εκκλησία." | | ΒΥΡΩΝ 18-02-2016 @ 13:37 | ::rock.:: ::angel.:: ::theos.:: | | κομπλεξικός 18-02-2016 @ 13:38 | μπραβο | | **Ηώς** 18-02-2016 @ 13:48 | ::theos.:: μπράβο Σταύρε!
(τερτσίνες: Οι τερτσίνες είναι στροφές τρίστιχες. Της πρώτης στροφής του ποιήματος οι δύο ακρινοί στίχοι, δηλαδή ο πρώτος και ο τρίτος, ομοιοκαταληκτούν μεταξύ τους.
Καθεμιάς από τις άλλες οι δυο στίχοι ομοιοκαταληκτούν με το μεσαίο στίχο της προηγούμενης. .) | | pennastregata 18-02-2016 @ 14:12 | Ευχαριστούμε!!! | | rania.foka@yahoo.co.uk 18-02-2016 @ 16:45 | ::rock.:: ::rock.:: ::rock.:: υπέροχο!!!!!!!!!!!!!! | | Oλύμπιος-Θεός 18-02-2016 @ 20:22 | ::theos.:: ::theos.:: ::theos.:: | | φραγκοσυριανος 18-02-2016 @ 21:25 |
Δάντης, στίχοι 1-45
Τραχιές ψυχές, που νιώθετε από αγάπη
και ρόδο, ανθάτε τη φωτιά στα φρένα,
τον αρχηγό αγναντέψτε μες τη ράπη
τη λιοφρυμένη να περνάει σκυμμένα,
με τη ζεστή χινοπωριάτα στάλα,
κι οκνός, χλωμός να μπαίνει στη Ραβέννα.
Περνούσαν τ’ αρχοντόπουλα καβάλα
με το σγουρό γεράκι απά στο γρόθο▪
διαλάλουν οι καμπάνες στα μεγάλα
καμπαναριά της προσευκής τον πόθο▪
κι αυτός, πικρό δαφνόφυλλο στα χείλη
δαγκώντας, μίλαε στην ψυχή του: “Νιώθω
τούτο, ψυχή, τ’ ολόστερνό σου δείλι!'
Δυο ρούσα χερουβίμ, δεξιά-ζερβά του
το ναι και τ’ όχι, στάθηκαν σαν σκύλοι
βουβοί, του κυνηγάτορα θανάτου.
Τα σπλάχνα του ανοικτήκανε σαν τάφοι
κι ασκώθηκε φωνή βραχνή βαθιά του:
Να μην πεθάνω, Θε μου, πρι στο θειάφι
να ρίξω τους οχτρούς μου και στην πίσσα▪
τα γράφει ο νους, Θεός δεν τα ξεγράφει!
Αχτι, κατάρα, γδίκηση και λύσσα
σακούλα κάμπιες η καρδιά κουνούσε
και σαν οχιά η λιγνή ψυχή του εφύσα.
Ένα τον ένα εχτρό του σφεντονούσε
μες τους εννιά του νου κατραμοχύτες
κι όλο το μαύρο σπλάχνο του αλυχτούσε-
κιοτήδες, ψεύτες, κάλπηδες, κοπρίτες
τσιγκούνοι, κτηνοβάτες και ρουφιάνοι
και γαύροι καλογέροι αρσενοκοίτες!
Σκυφτός, βουβός, στο λαύρο φλογομάνι
τους γύρναε, τους σιγόψηνε ως καβούρια,
τ’ αρθούνια αχνίζαν λιμαρά, ντουμάνι
και κόλαση έκλωθε, να βρει καινούρια.
Πολλά φτενή, δροσάτη η χιλιοπήχω
του εφάνη η πίσσα που χοχλάκαε κι ούρια,
κι ακούμπησε φρουμάζοντας στον τοίχο,
ψακογελάει, σηκώνει το καμάκι
και τους βουτά, ανακέφαλα, στο στίχο.
Το μίσος, κιτρινόμαυρο γεράκι,
αρχάγελλος της αρετής προστάτης,
γαντζώθη ορθό, σταλάζοντας φαρμάκι,
στις φρένες τ’ αρχηγού μας, κι οδηγά τις.
Οσο ο Θεός βαστάει, βαστάει το μίσος,
στην πόρτα της Παράδεισος, περάτης. […] ::up.:: ::up.:: ::up.:: ΑΠΙΘΑΝΟ. | | oneiropola 18-02-2016 @ 22:14 | ::theos.:: ::theos.:: ::theos.:: | | Celestia 19-02-2016 @ 01:51 | ::theos.:: ::theos.:: ::theos.:: | |  |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|