| Οι μέρες περνούσαν σαν ξίφη στο σκοτεινό δωμάτιο
και με τον καιρό δεν έμεινε κανένας ζωντανός.
Το μωρό κοιμόταν και ξυπνούσε σε λερωμένες αγκαλιές
και η σύζυγος έσερνε τα όμορφα, ερωτικά πόδια της
σαν βαγόνια σε άχρηστες, σκουριασμένες ράγες.
Εγώ την γλίτωσα γιατί τους σιχάθηκα λιγάκι πριν τους γνωρίσω.
Νιώθω πράγματι βρώμικος και γράφω για να καθαριστώ
στα υγρά, παιδικά και φλογερά μάτια σου που ακόμα αγνοώ.
Σε είδα γυμνή να περπατάς προς την μαυρισμένη θάλασσα
με το λευκό σου κορμί να φωτίζει το φεγγάρι
και τα μακριά μαλλιά σου να δίνουν τον ρυθμό τους στα κύματα.
Έτσι εξαίσια, σαν ανεκπλήρωτος πειρασμός
που οδεύει ηδονικά μονάχος προς μιαν ανίδωτη κόλαση,
στο πρόσωπο σου που δεν κίνησα να δω από φόβο ή λαγνεία,
έκρυψα κάθε άρνηση που δεν θ' άντεχα να επωμισθώ.
Ακόμα οι μέρες περνούν λογχίζοντας το σκοτεινό δωμάτιο
μα παραμένω ζωντανός όσο η προσδοκία επουλώνει τις πληγές.
Θα πει κανείς πως είσαι το απαύγασμα μιας ρηχής τρέλας
μα μέσα μου μπορώ να σε φωνάζω και ν' ακούς
όνειρο και θεία δίκη.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|