| Του ανέμου την οργή να την υπολογίζεις,
στη στράτα που βαδίζεις, θα είσαι μοναχή.
Πανάρχαιες δυνάμεις μέσα σου φωλιάζουν,
μάτια φωτιές που βγάζουν, αστείρευτη πηγή.
Βαρύς ο κόσμος κι έκατσε στους ώμους σου απάνω,
πηδώ μα δεν σε φτάνω, μονάχα σε κοιτώ.
Χαζεύω τη μορφή σου, ανασαίνω τη ζωή σου,
τυφλός σ' ακολουθώ.
Δώσε μου την αλώβητη, την άσπονδή σου χάρη,
ν' ανθίσω σαν χορτάρι σ' ανέμελο καιρό.
Και σαν σε όνειρα παιδιών στον κόσμο των μεγάλων,
λόγια των παπαγάλων, σού φαίνονται θαρρώ.
Διαμάντι που πετάχτηκε από λάθος στα σκουπίδια,
σε ζώσανε τα φίδια που έκρυβες στην καρδιά.
Λήθεψε τα όνειρά σου, αλάργεψε τον νου,
στην άκρη τ' ουρανού, το εγώ σου δεν χωρά.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|