| Η Ευγενία Μίλερ άρχισε να διαβάζει το γράμμα με αποστολέα την κυρία Γουάλας, τη παλιά της φίλη.
Το πρώτο μέρος της επιστολής έγραφε για το Έντμουντ, το μικρότερο από τα ξαδέλφια της.
Ο νέος ερωτεύτηκε την κόρη της καμαριέρας.
Το ρομάντζο διακόπηκε απότομα οταν η κοπέλα δέχτηκε τα χρήματα που της προσέφεραν για να φύγει μακριά.
Μετα από λίγο καιρό, η νεαρή παντρεύτηκε κάποιον άλλο.
Ο Έντμουντ, από τότε, έγινε άλλος άνθρωπος.
Σκοτεινός, σχεδόν μισάνθρωπος.
Κλεισμένος στον εαυτό του.
Το γράμμα, συνέχιζε παρακάτω, με τόνο πιο στοργικό.
''Αγαπητή Ευγενία, η ανεψιά σου, η Κόρα, είναι έξυπνη, χαριτωμένη, απ'τη δική μας κοινωνική τάξη.
Θα μπορούσε να ευτυχήσει με το Έντμουντ.
Ειχαν μια παλιά φιλιά, θυμάσαι...
Σκέψου το σε παρακαλώ
.Μην της αναφέρεις την παραπάνω ιστορία.
Δεν χρειάζεται να το γνωρίζει.
Έληξε αυτό.
Με εκτίμηση και αγάπη.
Άλις Γουάλας-Στόου.
***********************************************
Σε λιγότερο απ' δέκα λεπτά θα έφτανε στο προορισμό της.
Σε λίγο θα συναντούσε τον Εντμουντ Γουάλας.
Είχε να τον δει πολλά χρόνια, αλλά δεν είχε ξεχάσει την εφηβική της αγάπη.
Η Κόρα έσιαξε το καπέλο της.
Με μια απαλά κίνηση άνοιξε την πορτούλα της άμαξας.
Η ΑλΙς έτρεξε κοντά της.
- Κόρα,πως μεγάλωσες! Είπε χαρούμενα.
Ακολούθησαν οι γονείς του Εντμουντ.
Την υποδεχτήκαν εγκάρδια.
Λίγα λεπτά αργότερα, ξεπρόβαλε και ο Εντμουντ.
Στέκονταν στην πόρτα, σα το φάντασμα του κάστρου, με μαύρα ρούχα και παγωμένο βλέμμα.
Η Κόρα τον χαιρέτησε και του χαμογέλασε.
Άφησε τη βαλίτσα και του έσφιξε το χέρι.
-Πέρασε καιρός. Μουρμούρισε δίχως να τη κοιτάξει.
Η αδερφή του, κατέβητε γρήγορα τα σκαλοπάτια.
- Κόρα!
Αγκάλιασε τη καλεσμένη.
-Σε περιμέναμε πως&πως. Μουρμούρισε.
Ακούστηκε ένα ειρωνικό γρύλισμα.
-Υπερβολές.Είπε ο Εντμουντ, φροντίζοντας να τον ακούσει η Κορα
*******************************************
Η Kόρα μπήκε στο δωμάτιο των φιλοξενούμενων.
Μικρή κάμαρα, μα ήταν στολισμένη με φίνα πράγματα.
Η νεαρή παρατηρούσε το χώρο όταν η αστραπή εκοψε τον ουρανό στα δυο με μια σκιερή, μοβ λάμψη.
Το φως της πέρασε μέσα απ' το κλειστό τζαμί του παραθύρου.
Τράβηξε με νευρικές κινήσεις τις βελούδινες κουρτίνες.
Γρήγορα, έπιασε βροχή.
ο καιρός ήταν ηλιόλουστος, όταν ξεκίνησε, σχεδόν καλοκαιρινός.
Τώρα θύμιζε Χειμώνα.
Οι οικοδεσπότες, ζήτησαν απ' το κορίτσι και τον οδηγό της να μείνουν εκεί το βράδυ, μη ταξιδέψουν μέσα σε αυτή την βιβλική καταιγίδα και αυτοί δεχτήκανε.
Η Κόρα κλείστηκε στο δωμάτιο, ως την ώρα του δείπνου.
Το φαγητό φαινόταν υπέροχο στο πορσελάνινο πιάτο όμως η Κόρα δεν μπορούσε να φάει μπουκιά.
Ο Εντμουντ απέναντι της, την κοιτούσε τόσο ψύχρα, ωσάν να ήτανε ο πιο αντιπαθητικός ανθρώπους του κόσμου όλου.
- Κόρα...Καλή μου, μήπως δε σου αρέσει το φαγητό; Να ζητήσω να φτιάξουν κάτι άλλο για εσένα; Ρώτησε η μητέρα του νέου.
-Το φαγητό φαίνεται υπέροχο... Ευχαριστώ....Έκανε να πει η κοπέλα.
-Ίσως το φαγητό μας δε το καταδέχεται το κακομαθημένο στομάχι σου. Πέταξε ο Εντμουντ.
Όλοι πάγωσαν.
Ο νέος έσπρωξε το μισοάδειο πιάτο του και έφυγε σιωπηλός.
**********************************************
Η νεαρή μπήκε στη μικρή βιβλιοθήκη, που τη φώτιζαν δύο αναμμένα κερια και ενα χρυσόβαμμένο λυχνάρι.
Πήρε μια νουβέλα στη τύχη.
Κάθισε σε μια μεριά.
Η νεαρή χαζεύε το κόκκινο εξώφυλλο του βιβλίου, όταν ένα μουγκρητό έσπασε τη σιωπή.
Μια λεπτή φιγούρα πετάχτηκε από τη πολυθρόνα.
- Ούτε εδώ δε με αφήνεις ήσυχο;
Φώναξε ο Εντουμντ.
Η Κόρα πέταξε το βιβλιαράκι στο τραπέζι.
Έκανε να φύγει μα γύρισε πίσω.
- Τι σου έχω κάνει πια;
Είπε θυμωμένη.
- Τι μου έχεις κάνει;
Σε έφεραν εδώ για να αντικαταστήσεις την Μάργκαρετ...
Θαρρείς δε το ξέρω;
Η Κόρα πήρε μια ανάσα.
- Ποιά Μάργκαρετ;
Δε ξέρω τι μου λες!
Ο νέος άστραψε από οργή.
- Ψεύτρα!
Χτύπησε το χέρι του στο γραφείο.
- Ήρθες εδώ για να με κάνεις να σε ερωτευτώ,
άλλα να ξέρεις, σε μισώ...
Σε μισω οσα κανέναν, Κόρα Ρόμπερτς...
Η κοπέλα τον κοιταζε βουβή από ταραχή.
-Μακάρι να μην σε έβλεπα ξανά...
Να έφευγες τούτη τη στιγμή.
Η Κορα μπήκε στη μικρή βιβλιοθήκη, που τη φώτιζαν δύο αναμμένα κερια και ενα χρυσόβαμμένο λυχνάρι.
Πήρε μια νουβέλα στη τύχη.
Κάθισε σε μια μεριά.
Η νεαρή χάζευε το κόκκινο εξώφυλλο του βιβλίου, όταν ένα μουγκρητό έσπασε τη σιωπή.
Μια λεπτή φιγούρα πετάχτηκε από τη πολυθρόνα.
- Ούτε εδώ δε με αφήνεις ήσυχο; Φώναξε ο Εντουμντ.
Η Κόρα πέταξε το βιβλιαράκι στο τραπέζι.
Έκανε να φύγει μα γύρισε πίσω.
- Τι σου έχω κάνει πια;
Είπε θυμωμένη.
- Τι μου έχεις κάνει; Σε έφεραν εδώ για να αντικαταστήσεις την Μάργκαρετ...
Θαρρείς δε το ξέρω;
Η Κόρα πήρε μια ανάσα.
- Ποια Μάργκαρετ; Δε ξέρω τι μου λες!
Ο νέος άστραψε από οργή.
- Ψεύτρα!
Χτύπησε το χέρι του στο γραφείο.
- Ήρθες εδώ για να με κάνεις να σε ερωτευτώ, άλλα να ξέρεις, σε μισώ...
Σε μισω οσα κανέναν, Κόρα Ρόμπερτς...
Η κοπέλα τον κοιταζε βουβή από ταραχή.
-Μακάρι να μην σε εβλεπα ξανα...
Να εφευγες τουτη τη στιγμη.
*********************************************
Τόσο την πείραξαν τα λόγια του, που πήγε στη κάμαρα
και μάζεψε αμέσως τα πράγματα της
Φόρεσε το πανωφόρι της.
Δεν έστειλε να ξυπνήσουν τον οδηγό.
Βγήκε έξω αθόρυβα.
Πήγε στο στάβλο, ψάχνοντας για ένα από τα δυο άλογα που έσερναν
την άμαξα τους.
- Αχτίδα, εδώ είσαι… Είπε με σπασμένη λαλιά .
Σέλωσε τη λευκή φοράδα.
Κάλπασε με την βροχή να μαστιγώνει το δακρυσμένο της πρόσωπο,
τη πλάτη και τα μισοκρυμμένα στο θαλασσί βέλο, σγουρά μαλλιά της.
Η Μαρι Γουάλας που χάζεψε τις βροντές στο παραθύρι, την είδε.
Έτρεχε να ξυπνήσει τους γονείς της.
Ο Εντμουντ που κάθονταν ακόμη στη βιβλιοθήκη, σηκώθηκε κι αυτός,
όταν βαρέθηκε το μυθιστόρημα του.
Πολλές θαμπές φιγούρες συζητούσαν όλο ταραχή, αλλά κανείς
δε τολμούσε να βγει μες στο χαλασμό.
Ο αέρας ούρλιαζε σαν κραυγή γριάς μάγισσας.
Το χιονόνερο, έπεφτε με τη σέσουλα.
Ο Εντμουντ άνοιξε τη πόρτα του σαλονιού.
- Τι πάθατε και τριγυρνάτε σα τα φαντάσματα;
- Η Κόρα… Μουρμούρισε κάποιος.
-Τι έγινε;
- Σηκώθηκε και έφυγε μες τη νύχτα…
Η Κόρα, δε πρόφτασε να πάει πολύ μακριά.
Ένας κεραυνός τρόμαξε τη φοράδα της, που αφήνιασε και την έριξε χάμω.
Δε χτύπησε.
Έπεσε σε ένα στρώμα από αγριόχορτα και βάτα.
Έκανε να σηκωθεί, μα από την τρομάρα της έτρεμε σα το ψάρι έξω από το νερό.
Έκανε άλλη μια προσπάθεια, όμως αδύναμη και καταπονημένη ,έχασε τις αισθήσεις της.
****************************************
Ο αέρας ούρλιαζε σα τη λαλιά γριάς μάγισσας.
Το χιονόνερο έπεφτε με τη σέσουλα.
Ένας τρομακτικός κεραυνός.
Όλοι μαζεύτηκαν.
Η Μαρι έβγαλε μια μικρή κραυγή τρόμου.
Ο Εντμουντ σήκωσε τα μάτια.
Κοίταξε το σκοτεινό του είδωλο στο καθρέφτη.
Χαμήλωσε το βλέμμα.
Γύρισε απότομα τη πλάτη.
Πήρε παράμερα τον επιστάτη.
- Μπερναρ, ετοίμασε το άλογο μου.
- Μες σε αυτή τη καταστροφή, κύριε;
Ο νέος δεν απάντησε.
Βγήκε έξω με τον Μπερνάρ.
Τα άλογα ήταν ανήσυχα και τρομαγμένα.
- Τα ζωντανά τρέμουν από το φόβο τους, κύριε.
Ο νεαρός έσφιξε τα χέρια.
- Με κάρο, με άλογο, ή με τα πόδια ,πρέπει να πάω...
**********************************************
Τα πόδια του έτρεμαν, τα μάτια του ήταν κατακόκκινα από τα δάκρυα.
Δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσο καιρό είχε να κλάψει έτσι.
Σκούπησε το πρόσωπο του.
Ναι, θυμήθηκε...
Από τότε που τον άφησε εκείνη, η Μάργκαρετ...
Σκούπησε το κατάχλομο πρόσωπο του.
Ακουσε βήματα πίσω του.
Γύρισε και είδε τη κατακίτρινη Μαρί.
- Πως είναι; Τη ρώτησε.
Η μικρή έσφιξε τα χέρια της.
- Άσχημα, ψηνεται στο πυρετό.
Πήρε μια ανάσα.
-Ο γιατρος, δε μπορει να έρθει μέσα στη θεομηνία, αλλα θα τη φροντίσει η εξαδέλφη,
ήτανε νοσοκόμα στο πολεμο, θυμάσαι;
Ο νεαρος ξερόβυξε δυνατα.
-Ναι! Είπε κοφτά και σηκώθηκε να φύγει.
********************************************************
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|