| Πήρε να βρέχει,
σ΄ένα σοκάκι που ποτέ του δε ξημέρωσε
και όσους βρήκαν καταφύγιο τους γέρασε
μία ζωή από ένα λάθος τους προσπέρασε.
Και συνεχίζει,
με μια μανία ο αέρας να χτυπά
όσους ξεμείνανε στο τέλος να ξεχνά
λες κι ο Θεός κουράστηκε να αγαπά.
Αργά νυχτώνει
κι ένα σανίδι από πάνω τους δε βρήκανε
μες τα σκουπίδια των γειτόνων τους κρυφτήκανε
σαν τα ποντίκια σε υπονόμους κοιμηθήκανε.
Κι έξω χαράζει,
οι "καθώς πρέπει" στα γραφεία τους πριν πάνε
με αηδία τα "ποντίκια" τους κοιτάνε
στην επαιτεία όταν βγαίνουν σα πεινάνε.
Κανείς δε βλέπει
τους περιθώριους που κάποτε απέβαλε,
τις υποσχέσεις που τους έδωσε κι ανέβαλε,
με πόσα ψέμματα προσπάθησε και διέβαλε.
Ποιος ξέρει
αν θα βρεθεί κάποιος Θεός να συγχωρεί,
απ΄το σταυρό του μαρτυρίου να μπορεί
τα κουρασμένα τους κορμιά να φορτωθεί.
Κάποιος λέει
πως του ζητιάνου το παιδί όταν γεννήθηκε
σα το Χριστό με κουρελάκια πού ΄χαν ντύθηκε
και στη ζωή από το πείσμα του κρατήθηκε.
Πήρε να βρέχει
και στο σοκάκι όλες οι πόρτες ασφαλίσανε,
είπαν αντίο οι ζητιάνοι στους αφέντες και χωρίσανε,
ήταν η νύχτα που οι τσιγγάνοι της ζωής αυτοκτονήσανε.
Αικατερίνη Βασιλείου
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|